και συνεχίζει ο Μενέλαος ο Κούσιος...Χείμαρος ο λόγος του και γλαφυρότατες οι περιγραφές του..Σε αφθονία οι Μποτσφαρίτικες ιστορίες....Πάρτε αλλη μιά....ενδιαφέρουσα πολύ.. :-)
Εν εράνισμα πατροπαράδοτων αφηγήσεων. Όπου δικαιολογημένον
είναι, να πλανάται το αίσθημα της αμφιβολίας, και που ξεκινά απ’ τα βάθη της
ιστορίας του χωριού, θέλει την Μόλιστα οτι προήλθε απ’ την μετοίκιση των
παλαιών κατοίκων της, που ζούσαν πρότερον βίον τερπνόν κι ολόχαρον, εις την
αγροτική περιοχή του ‘Λιβαδιού’ κοντά στο ‘περιβόλι’ σε διασκορπισμένους μακριά
εκεί, σ’ όλη την έκταση οικισμούς. Το όνομα αυτού του ειδυλλιακού συνοικισμού
ήταν ‘Σουπόστιανη’. Μα η θεσπέσια Σουπόστιανη, που κείτονταν στη γραφική περιοχή
των ρεματιών κάτω απ’ τη Γύφτισσα, απ’ τα πολύ παληά χρόνια, είχε τ’ ατύχημα τ’
οδυνηρό, να βρίσκεται κοντά στη Δημοσιά, όπου ακατάπαυστα μέρα και νύχτα
πέρναγαν στρατός κι αλλόφυλλοι κατακτητές, που διερχόμενοι απ’ εκεί, άρπαζαν
και λεηλατούσαν, τ’ αμπελοχώραφα των αγροτών, που έβρισκαν μπροστά τους. Έτσι
κάτω απ’ αυτές τις ατυχίες, δικαιολογημένα σκέφτηκαν οι ολίγοι αυτόχθονες, πως
θα'ταν λογικότερο να μετοικήσουν σ’ άλλη θέση, παράμερη κι απόκρυφη, για ν’
αποφύγουνε τους αδιάπτωτους κι οδυνηρούς κινδύνους(για τα ρεάλια, τα
υπάρχοντα, ως και τα ζώα κι υποστατικά)τους πολεμιστές και ληστοκλέφτες.
Πάνω απ’
την όμορφη Σουπόστιανη, ήταν μια υπέροχη κατάφυτη βουνοκορφή, γεμάτη
ερημολούλουδα, όπου έβγαινε παλαιότερα μια γύφτισσα γυμνόποδη. Ήταν μελαχρινή
κι αδύνατη, κι είχε στη μύτη της χαλκάδες μπρούτζινους, μπιχλιμπίδια και
βραχιόλια, άγρια και μαύρα μάτια, και πολύχρωμα μακριά φουστάνια. Στα χέρια της
κρατούσε ντέφι, που το βάραγε με τέμπο. Ντάμ ντάμ ντάμ ντούμ ντούμ ντάμ ντάμ
ντάμ ντούμ ντούμ. Κι αυτό πικρά υποδηλούσε πως "ήρθε ήδη ο Τζελέπης, για να
μαζέψει απ’ τους αγρότες , το φόρο το ‘τζελέπικο’ που ήταν το ετήσιο χαράτσι
πάνω στα ζωντανά τους, που καθόρισαν οι αφέντες". Φορολογούσαν τότε οι Τούρκοι
τα ζώα κατα κεφαλή, κι ο Τούρκος ο Τζελέπης ήταν υπόλογος αυτού του χαρατσιού.
Μα στη γραφική όμως Σουπόστιανη, που ‘ταν απόμακρη και διασκορπισμένη, σε κάμποση
απόσταση μακριά, το ένα σπίτι απ’ το άλλο, ο τελάλης του Τζελέπη είχε
ανίσχυρη φωνή, κι ετσι το ρόλο αυτού του φωνακλά, έπαιζε τότε η γύφτισσα σταλμένη από
τον ίδιο, Και βαραίνοντας εις την γυμνή κορφή, του θεσπέσιου αυτού βουνού, το
βαρύκροτό της ντέφι, ο βόμβος του αντιλαλούσε απόμακρος, στις ρεόχαρες
αγριορεματιές, και στις απέραντες ερημολαγκαδιές, του κατάφυτου περιβολιού.
Μακάβριος κι οδυνηρός για τους
φορολογούμενος, ο βόμβος του ντεφιού, έσκιζε τους αιθέρες στις απαράμιλλες
αυτές βουνοκορφές, και μιά φωνή αντηχούσε τότε στόμα σε στόμα διάτρομη, στα
φτωχικά παλαιά αραιόσπιτα, και στα χωράφια του χωριού που απλώνονταν γοητευτικά,
στις παρωρείες του βουνού. ‘Ήρθε ο Τζελέπης! Ήρθε ο Τζελέπης!’ Δεν ακούτε
χωριανοί τη Γύφτισσα απ’ αψηλά, που βαρά το τουμπελέκι; Από τότε η πανύψυλη
αυτή βουνοκορφή, που αντιχαιρετά περίφανη το Σμόλικα, πήρε τ’ όνομα ‘Γύφτισσα’.
Η μετοικεσία
των Σουποστιανών στη νέα θέση, όπου το νεοϊδρυμένο χωριό απέκτησε το νέο όνομά
του Μόλιστα, συμπληρώθηκε πολύ γοργά, κι όλες οι οικογένειες ήρθαν στη θέση τη
σημερινή, που ‘ταν απόμερη απ’ τη Δημοσιά και φυσικά οχυρωμένη. Σ’ αυτό το
δεύτερό τους καταφύγιο, όπου πανέμορφο φαντάζει σήμερα τ’ ασύγκριτο χωριό της
Μόλιστας, βρήκαν πλαγιές για σπάρσιμο, δάση ρεβένια και λειμώνες, κι ευθύς
κατήυθυναν τη δράση τους, όπως και πρώτα με ορμή και ζήλο, στην καλλιέργεια της
νέας γης και την κτηνοτροφία.
Όσα
στοιχεία παραθέτουμε σχετικά με του χωριού την ιστορία, στην παράδοση
αποκλειστικά στηρίζονται, κι είναι αμφίβολης αξίας. Και τα εκ της παράδοσης
ελάχιστα αυτά στοιχεία πλαισιώνουμε, με την παράθεσι κάποιου φρικιαστικού και
τραγικού επεισοδίου, που διατάραξε στους φιλάρχαιους αυτούς καιρούς, την γαλήνη
και την ηρεμία του νεόκτιστου χωριού. Σύμφωνα λοιπόν με τις αφηγήσεις γηραλέων
κοντοχωριανών, που μέχρις των ημερών μας διέσωσαν την παράδοση, στα βάθη της
ιστορίας του χωριού, ο Αρβανίτης πολέμαρχος Σαλιμπούτκας, με χίλιους άτακτους
πολεμιστές, επέδραμε αναπάντεχα στο δύσμοιρο χωριό, να το λεηλατήση. Μάχη
σφοδρή έγινε στον Αη-Νικόλαο στα σκέμια, όπου παλαιά οι Μολιστινοί για το φόβο
επιδρομών, είχαν Πύργο οχυρωμένο.
Τα γιαταγάνια κι οι μαχαίρες, όλη τη μέρα με ορμή, στα
γκρέμουρα αντικρόταγαν, κι αντιλαλούσαν τα φαράγια, απ’ τις κλαγές και οιμωγές
των πληγωμένων μαχητών. Όλο το άνθος των νέων γιών της Μόλιστας σκοτώθηκε σ’
αυτή τη μάχη.
Μα δεν κατόρθωσαν στο τέλος, οι πολεμόχαροι Αρβανίτες το χωριό
να κατακτήσουν, κι έφυγαν κατατροπωμένοι στα βάθη της Αρβανιτιάς. Σ’ αυτή τη
θέση ευγνώμονες έχτισαν εκκλησιά αργότερα οι Μολιστινοί, προς χάριν της
δικαίωσης της υπόθεσής τους. Κι όσοι αγρότες σ’ αυτά τα αιματοστάλαχτα τα μέρη,
σκάβουν και σήμερα ακόμη, παρθενοχώραφα να ανοίξουν, βρίσκουν τα κόκκαλα των
σκοτωμένων τότε, σ’ αυτή τη σύγκρουση στο Σιούμο. Μα αν αυτά τα περιστατικά,
που αναφέρονται στα σκοτεινά ερέβη της ιστορίας του χωριού, ήσαν αμφίβολης
αξίας, ωστόσο υπάρχει και ένα νεότερο γοητευτικό και ταυτοχρόνως τραγικό
επεισόδιο, αναμφισβήτητης πιστότητας, και έχει σχέση με την απελευθέρωση της
Μόλιστας το 1913 από τον ζυγό των Τούρκων.
Ο ζυγός
του κατακτητή καταντούσε οδυνηρότερος, ιδίως στη δεκάτευση των προϊόντων, τα
οποία με τόσον κόπον συνέλλεγαν στη γη δι’ επίπονης προσπάθειας, οι ξωμάχοι του
χωριού.
Ωστόσο,
όμως οι Τούρκοι που κατείχαν τις περιοχές αυτές, ήσαν καλοκάγαθοι άνθρωποι και
ουδέποτε προέβαιναν σε βάρβαρες καταπιέσεις, φόνους, βία και κλοπές, ή άλλας
επίψογους πράξεις. Αλλ’ ας αφηγηθώμεν απ’ την αλησμόνητη αυτή εποχή, του τέλους
της Τουρκικής κατοχής, εν κωμικό, μα κι ιδιαίτερα δραματικό επεισόδιο που
συνέβη στο χωριό, και που το εξιστόρησαν αυτόπτες μάρτυρες της φιλοκίνδυνης
αυτής ενδόξου εποχής του 1913.
Οι
πληροφορίες ήσαν διάσπαρτες, δια του ότι απελευθερωτικές μονάδες πλησίαζαν σε
τμήματα μικρά, στις ραχούλες του βουνού, κι ένα ομιχλώδες πρωινό, ο μαγαζάτορας
της Μεσαριάς Χριστόδουλος Παπαδημούλης, ξεκίνησε για τη συνάντησή τους, προς του
Στρατσ'ιώτικου το μέρος, ψηλά στο βουνόδασος.
Εκεί στην
ελατόφυτη περιοχή στο Σέλουμα, έμπλαιος πρωτόγονης χαράς ο παραφέντης χωριανός,
τα πρώτα τμήματα υποδέχτηκε. Μετά την αναγνώριση και σύντομες διαβουλεύσεις
ξεκίνησαν ανάμεσα από το δάσος να παν στο Μοναστήρι, όπου ακόμα υπήρχαν
Τούρκοι. Κρυφοέρποντας η μονάδα έφτασε στα πηγαδάκια στην πηγή. Εκεί στην
όμορφη αυτή περιοχή, με έκπληξη και αγωνία, αντίκρυσαν, σ’ ένα πεύκο στην
κορυφή του, κάποιον άνθρωπο να αργοσαλεύει. Ήταν ένας χωριανός γνωστός, που
ανέβηκε στο δένδρο με λαχτάρα, να κατεβάση τον οξό που ξενοζούσε απάνω του,
προς χάριν των γιδιών του.
Στη στιγμή
να τον πυροβολήσουν, τοιμάστηκαν οι στρατιώτες περνώντας τον για άνθρωπο των
Τούρκων, που πιθανόν να κατασκόπευε την κίνησί τους στο βουνό. Μα ο οδηγός του
αποσπάσματος, Χριστόδουλος Παπαδημούλης, που ‘τανε γνώστης της υπόθεσης,
επέμβηκε αμέσως λέγοντας: ‘Προς Θεού!! παιδιά, μην τον πυροβολείτε, είναι
άνθρωπος δικός μας, είναι κάποιος συντοπίτης, φίλος μου και γνώριμος, που
ανέβηκε σ’αυτό το πεύκο να κατεβάση τον οξό, να φαν τα ζωντανά του’. Έτσι με
την παρέμβασή του ο Χριστόδουλος, έσωσε τη ζωή του δασοπλάνου χωριανού. Μα σαν
κατέβηκε από το πεύκο ο ανύποπτος ο συντοπίτης κι έμαθε τα καθέκαστα της
περιπέτειάς του, έκανε το σταυρό του, κι ανάλαβε πλέον ο ίδιος τ’ απόσπασμα να
οδηγήση μόνος, από το δάσος στη Μονή. Εκεί στην πρώτη αψιμαχία, έξω απ’ τον
Αη-Θανάση σκοτώθηκε εντελώς αναίτια, κάποιος βιγλάτορας Τούρκος οπλίτης. Μα οι
περισσότεροι σημαίνοντες σερδαροκόνιαροι έφυγαν νύχτα απ’ το Κουτσομύλι, προς
την κατεύθυνση της Κόνιτσας, σαν έμαθαν πως ήρθαν Έλληνες κοντά στο Μοναστήρι.
Κι εκείνοι οι λίγοι που εγκλωβίστηκαν εις την Μονή της Παναγιάς, την επομένη
παραδόθηκαν, μα τους ανέμενε τέλος οικτρό, απ’ τη δραστηριότητα ανεύθυνων
στοιχείων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου