Τα κάλαντα: οι ρίζες τους ..είναι τραγούδια με Θρησκευτικό...εγκωμιαστικό ή ευχετήριο περιεχόμενο.
Τραγουδιούνται από μικρούς και μεγάλους τις παραμονές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς καΙ των Φώτων.
Ο όρος κάλαντα προέρχεται από την Λατινική λέξη "καλένδες"calendae"
που σημαίνει Πρωτομηνιά, Οι ρίζες τους ξεκινάνε από την Ελληνική Αρχαιότητα, σε μια δύσκολη διαδρομή πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια, τα τραγούδια αυτά επέζησαν, ενσωματώθηκαν στη χριστιανική λαϊκή Παράδοση και έφτασαν έως τις μέρες μας με διάφορες παραλλαγές κατά γεωγραφική περιοχή.
Έτσι από δροσερές, μελωδικές φωνές, που έρχονται στα αυτιά μας σαν απόηχος από τα βάθη των χιλιετιών περνούν πάντα μέσα από αυτά οι ίδιες οι ευχές, για Καλή Χρονιά", για Υγεία", Πλούσια σοδειά", Ειρήνη" κά.
ΚΑΛΑΝΤΑ "καλένδες"calendae"διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ.
Η ιστορία τους συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα. Έχουν βρεθεί αρχαία γραπτά κομμάτια παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα (Ειρεσιώνη στην αρχαιότητα).
Έθιμο των αρχαίων Ελλήνων της Ειρεσιώνης.
Με τον όρο Καλένδες, ονομάζονταν, οι πρώτες ημέρες των ρωμαϊκών μηνών, δηλαδή η αντίστοιχη των παρά των Ελλήνων "νουμηνία" (σημερινή πρωτομηνιά). Επίσης γνωστή είναι και η αρχαία παροιμία "ες τας ελληνικάς καλένδας εξοφλείν" (ad graecas calendas solvere) που λέγονταν επί χρεών διαρκώς μη εξοφλημένων, επειδή στους ελληνικούς μήνες δεν περιλαμβάνονταν καλένδες. Αργότερα και η παροιμία "παραπέμπειν εις ελληνικάς καλένδας" αφορούσε για κάθε αναβαλλόμενο ζήτημα ή υπόσχεση.
Σε ότι αφορά το έθιμο των Ελλήνων της Ειρεσιώνης, η Ειρεσιώνη (είρος = έριον, μαλλίον) ήταν κλάδος αγριελιάς (κότινος) στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λπ., εκτός του μήλου και του αχλαδιού).
Αποτελούσε έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του λήξαντος έτους και παράκληση συνεχίσεως της γονιμότητας και ευφορίας κατά το επόμενο και ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη).
Το διάστημα 22 Σεπτεμβρίου-20 Οκτωβρίου, παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν, περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνος.
Τα παιδιά της εποχής εκείνης κρατούσαν ομοίωμα καραβιού που παρίστανε τον ερχομό του θεού Διόνυσου. Αλλοτε κρατούσαν κλαδί ελιάς ή δάφνης στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα. Στις κλωστές έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων.
Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου, συναντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:
Πρόκειται για τραγούδια με ευχές για τον νοικοκύρη και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Τα κάλαντα είναι μια πράξη τελετουργική, η οποία σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη έχει ως αποτέλεσμα την ευημερία. Στα παλιά χρόνια τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, κρατώντας φαναράκια αναμμένα, άλλα φλογέρα ή φυσαρμόνικα και άλλα πάλι μαζί τραγουδούσαν, σαν σε χορωδία, τα κάλαντα.
Κάλαντα ή κόλιεντα ή κόλιαντα ή κόλιντα Χριστούγεννα
Έτσι λέγονται τα τραγούδια που έχουν ως στόχο τους να φέρουν ένα μήνυμα.
Τα κάλαντα είναι τραγούδια με στίχους που από τη μια υπενθυμίζουν – αναγγέλλουν-τονίζουν την έλευση είτε κάποιας χαρμόσυνης γιορτής (τη Γέννηση Του Χριστού) είτε κάποιου θλιβερού γεγονότος (Μ. Βδομάδα – Σταύρωση Χριστού) και από την άλλη εκφράζουν ευχές σε φίλο ή γείτονα ή άρχοντα και γενικά σε κάθε νοικοκύρη που επισκέπτονται ή συναντούν εκείνοι που λένε τα κάλαντα (= οι καλαντάρηδες) και τα μέλη της οικογένειάς του ( την «κερά» = η σύζυγος, το γιο, τη θυγατέρα).
Το κίνητρο για κείνους που λένε τα κάλαντα είναι να αποκομίσουν είτε την καλούμενη στην Κρήτη «καλή χέρα» (= το φιλοδώρημα) είτε τα καλούμενα στην Κρήτη «καλοχερίδια» (= τα καλούδια» = τα πάσης φύσεως γλυκά ή ακόμη και αγαθά: αυγά, στάρι, λάδι).
Για να συγκινήσουν το νοικοκύρη και να δώσει μεγάλα φιλοδωρήματα, οι καλαντάρηδες λένε και πάρα πολλά παινέματα (επαίνους), χαρακτηρισμούς (αφέντη, πρωταφέντη, άρχοντα) τόσο για τον ίδιο όσο και για τα άλλα μέλη της οικογένειάς του και με στίχους που να είναι ποταμός από εικόνες εκπληκτικής ομορφιάς.
Τα τραγούδια αυτά έχουν εντελώς δικά τους βασικά χαρακτηριστικά:
Πρώτα-πρώτα δεν είναι τραγούδια φτιαγμένα από λόγιους ή ποιητές, αλλά από τον ίδιο το λαό μας, τραγούδια που, καθώς είναι βγαλμένα μέσ’ από την ψυχή του λαού μας,
“που είναι όμοια σε εικόνες, σε έκφραση και σε κάλλος με τ’ άλλα τα τραγούδια τα δημοτικά, που τα λόγια τους βγαίνουν από το στόμα του λαού, σαν το γάργαρο νερό που κατρακυλάει απ’ τις πλαγιές της Πίνδου και του Ολύμπου,
μιλάνε ολόισια στην ψυχή του ανθρώπου, κάνοντάς τον να τα νιώθει, να τα ζει, να τα χαίρεται”.
Και, μολονότι φτιαγμένα από απλούς ανθρώπους, πολλές φορές οι στίχοι τους είναι τόσο ποιητικοί ώστε συναγωνίζονται ακόμα και τους πιο φροντισμένους στίχους ποιημάτων, φανερώνοντας την ποιητική ψυχή του λαού μας:
Και, εκτός από την εξιστόρηση του γεγονότος που γιορτάζουμε και τον επαινετικό τους χαρακτήρα, περιέχουν πάντοτε και ευχές:
αλλά και
“Καλέ Παναγιώτατε,
Χρυσέ μας Ποιμενάρχα
καλές γιορτές καλή χρονιά καλέ μας Ιεράρχα
πολλά τα έτη Δέσποτα
να είναι ευτυχισμένα
μαζί να τα περάσουμε καλά κι αγαπημένα”,
όπως εύχονται οι Καστοριανοί στον εκάστοτε Μητροπολίτη τους.
Βεβαίως υπάρχει και το ζήτημα της αμοιβής. Μόνο που η αμοιβή δεν ήταν ο κύριος σκοπός των καλαντιστών. Ο κύριος σκοπός τους ήταν πάντοτε η παρέα, η συνεύρεση με την παρέα. Γι’ αυτό οι καλαντιστές δεν εισέπρατταν ξεχωριστά τα φιλοδωρήματά τους, στην αρχή όχι χρήματα, αλλά ψωμάκια, κάστανα, καρύδια, μήλα, κυδώνια, κρασί, λουκάνικα και ό,τι άλλο χρειάζεται για το ομαδικό φαγοπότι και το τσιμπούσι που ακολουθούσε. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη χαρά των καλαντιστών, τα κοινά γλέντια, η κοινή διασκέδαση της παρέας.
Σήμερα οι καλαντιστές που εισπράττουν χρήματα θα ‘πρεπε κανονικά να έχουν ταμείο κοινό και στο τέλος να ακολουθεί η μοιρασιά.
Έπειτα είναι και η επικοινωνία. Όχι μονάχα με την παρέα, αλλά και με τα άλλα μέλη της κοινότητας, με τα οποία είναι επίσης πολύ δεμένοι οι καλαντιστές. Γι’ αυτό και έλεγαν στο κάθε σπιτικό και άλλα λόγια, άλλα για τον παπά, άλλα για τον μορφωμένο, άλλα για το σπίτι που έχει ανύπαντρο κορίτσι ή ξενιτεμένο ή μικρό παιδί… Αυτό προϋποθέτει το δέσιμο των μελών της κοινότητας μεταξύ τους. Γι’ αυτό και τα κάλαντα χάνουν το νόημά τους όταν χάνεται αυτή η προσωπική σχέση του καλαντιστή με το νοικοκύρη.
Κι ας μην ξεχνάμε ότι οι ιδανικοί καλαντιστές είναι τα παιδιά.
Τα παιδιά κουβαλάνε μες σ’ ολόκληρους αιώνες αυτήν ειδικά την Παράδοση -από ευγνωμοσύνη, θαρρείς, προς τον Χριστό που τα ευλόγησε όταν ήταν εδώ στη γη και τα ξεχώρισε απ’ όλα τα ανθρώπινα πλάσματα της γης, γι’ αυτόν το λόγο και αυτά εκφράζουν τη ευγνωμοσύνη τους κάθε φορά που γεννιέται ο Χριστός, όση παγωνιά κι αν είναι απλωμένη τριγύρω τους…
“Τα παιδιά, που ολοκάθαρα και φροντισμένα ξεκινούν το πρωί με το χειμωνιάτικο κρύο, παρατώντας το χουζούρι των σχολικών διακοπών τους, και φτάνουν ως την πόρτα μας για να τα “πουν”, ας είναι καλόδεχτα και καλοπληρωμένα…”.
Και όπως πρέπει πληρωμένα από εμάς τους μεγάλους, που κουκουλωμένοι με τα ζεστά μας παπλώματα, ακούμε τις φωνές τους μες στο ξημέρωμα και νιώθουμε σαν να έχουν ανοίξει οι ουρανοί και πως οι άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν για άλλη μια φορά, ψάλλοντάς μας ένα άλλο
Τραγουδιούνται από μικρούς και μεγάλους τις παραμονές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς καΙ των Φώτων.
Ο όρος κάλαντα προέρχεται από την Λατινική λέξη "καλένδες"calendae"
που σημαίνει Πρωτομηνιά, Οι ρίζες τους ξεκινάνε από την Ελληνική Αρχαιότητα, σε μια δύσκολη διαδρομή πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια, τα τραγούδια αυτά επέζησαν, ενσωματώθηκαν στη χριστιανική λαϊκή Παράδοση και έφτασαν έως τις μέρες μας με διάφορες παραλλαγές κατά γεωγραφική περιοχή.
Έτσι από δροσερές, μελωδικές φωνές, που έρχονται στα αυτιά μας σαν απόηχος από τα βάθη των χιλιετιών περνούν πάντα μέσα από αυτά οι ίδιες οι ευχές, για Καλή Χρονιά", για Υγεία", Πλούσια σοδειά", Ειρήνη" κά.
ΚΑΛΑΝΤΑ "καλένδες"calendae"διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ.
Η ιστορία τους συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα. Έχουν βρεθεί αρχαία γραπτά κομμάτια παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα (Ειρεσιώνη στην αρχαιότητα).
Με τον όρο Καλένδες, ονομάζονταν, οι πρώτες ημέρες των ρωμαϊκών μηνών, δηλαδή η αντίστοιχη των παρά των Ελλήνων "νουμηνία" (σημερινή πρωτομηνιά). Επίσης γνωστή είναι και η αρχαία παροιμία "ες τας ελληνικάς καλένδας εξοφλείν" (ad graecas calendas solvere) που λέγονταν επί χρεών διαρκώς μη εξοφλημένων, επειδή στους ελληνικούς μήνες δεν περιλαμβάνονταν καλένδες. Αργότερα και η παροιμία "παραπέμπειν εις ελληνικάς καλένδας" αφορούσε για κάθε αναβαλλόμενο ζήτημα ή υπόσχεση.
Σε ότι αφορά το έθιμο των Ελλήνων της Ειρεσιώνης, η Ειρεσιώνη (είρος = έριον, μαλλίον) ήταν κλάδος αγριελιάς (κότινος) στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λπ., εκτός του μήλου και του αχλαδιού).
Αποτελούσε έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του λήξαντος έτους και παράκληση συνεχίσεως της γονιμότητας και ευφορίας κατά το επόμενο και ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη).
Το διάστημα 22 Σεπτεμβρίου-20 Οκτωβρίου, παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν, περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνος.
Τα παιδιά της εποχής εκείνης κρατούσαν ομοίωμα καραβιού που παρίστανε τον ερχομό του θεού Διόνυσου. Αλλοτε κρατούσαν κλαδί ελιάς ή δάφνης στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα. Στις κλωστές έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων.
Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου, συναντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:
“Στο σπίτι ετούτο πού ‘ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι”.
Χριστουγεννιάτικες Δραστηριότητες Χειροτεχνίες
ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι”.
Χριστουγεννιάτικες Δραστηριότητες Χειροτεχνίες
Μετά, πήρε το έθιμο αυτό και η Ρώμη. Από τον 13ο αιώνα και μετά απέκτησαν σημασία και διαδόθηκαν τα κάλαντα.
Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, ή φανάρια, ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και
κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση
τριγώνου ή τυμπάνου. Σήμερα η βάση, και μάλιστα στους Πόντιους,
διασώζεται άθικτη.Τα κάλαντα έχουν τη βάση τους σε παλιά λαϊκά
τραγούδια.Πρόκειται για τραγούδια με ευχές για τον νοικοκύρη και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Τα κάλαντα είναι μια πράξη τελετουργική, η οποία σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη έχει ως αποτέλεσμα την ευημερία. Στα παλιά χρόνια τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, κρατώντας φαναράκια αναμμένα, άλλα φλογέρα ή φυσαρμόνικα και άλλα πάλι μαζί τραγουδούσαν, σαν σε χορωδία, τα κάλαντα.
Κάλαντα ή κόλιεντα ή κόλιαντα ή κόλιντα Χριστούγεννα
Έτσι λέγονται τα τραγούδια που έχουν ως στόχο τους να φέρουν ένα μήνυμα.
Τα κάλαντα είναι τραγούδια με στίχους που από τη μια υπενθυμίζουν – αναγγέλλουν-τονίζουν την έλευση είτε κάποιας χαρμόσυνης γιορτής (τη Γέννηση Του Χριστού) είτε κάποιου θλιβερού γεγονότος (Μ. Βδομάδα – Σταύρωση Χριστού) και από την άλλη εκφράζουν ευχές σε φίλο ή γείτονα ή άρχοντα και γενικά σε κάθε νοικοκύρη που επισκέπτονται ή συναντούν εκείνοι που λένε τα κάλαντα (= οι καλαντάρηδες) και τα μέλη της οικογένειάς του ( την «κερά» = η σύζυγος, το γιο, τη θυγατέρα).
Το κίνητρο για κείνους που λένε τα κάλαντα είναι να αποκομίσουν είτε την καλούμενη στην Κρήτη «καλή χέρα» (= το φιλοδώρημα) είτε τα καλούμενα στην Κρήτη «καλοχερίδια» (= τα καλούδια» = τα πάσης φύσεως γλυκά ή ακόμη και αγαθά: αυγά, στάρι, λάδι).
Για να συγκινήσουν το νοικοκύρη και να δώσει μεγάλα φιλοδωρήματα, οι καλαντάρηδες λένε και πάρα πολλά παινέματα (επαίνους), χαρακτηρισμούς (αφέντη, πρωταφέντη, άρχοντα) τόσο για τον ίδιο όσο και για τα άλλα μέλη της οικογένειάς του και με στίχους που να είναι ποταμός από εικόνες εκπληκτικής ομορφιάς.
Τα τραγούδια αυτά έχουν εντελώς δικά τους βασικά χαρακτηριστικά:
Πρώτα-πρώτα δεν είναι τραγούδια φτιαγμένα από λόγιους ή ποιητές, αλλά από τον ίδιο το λαό μας, τραγούδια που, καθώς είναι βγαλμένα μέσ’ από την ψυχή του λαού μας,
“που είναι όμοια σε εικόνες, σε έκφραση και σε κάλλος με τ’ άλλα τα τραγούδια τα δημοτικά, που τα λόγια τους βγαίνουν από το στόμα του λαού, σαν το γάργαρο νερό που κατρακυλάει απ’ τις πλαγιές της Πίνδου και του Ολύμπου,
μιλάνε ολόισια στην ψυχή του ανθρώπου, κάνοντάς τον να τα νιώθει, να τα ζει, να τα χαίρεται”.
Και, μολονότι φτιαγμένα από απλούς ανθρώπους, πολλές φορές οι στίχοι τους είναι τόσο ποιητικοί ώστε συναγωνίζονται ακόμα και τους πιο φροντισμένους στίχους ποιημάτων, φανερώνοντας την ποιητική ψυχή του λαού μας:
“Γραμματικός και λειτουργός και ψάλτης
κι αναγνώστης
έχει τον ουρανό χαρτί,
τη θάλασσα μελάνι
και το μικρό το δάχτυλο κοντύλι για να γράφει”.
κι αναγνώστης
έχει τον ουρανό χαρτί,
τη θάλασσα μελάνι
και το μικρό το δάχτυλο κοντύλι για να γράφει”.
Αλλά και: ----------------------------------------------------------------------------------------------------------
“Ώσπου να πας
κι ώσπου να ‘ρθεις
κι οπίσω να γυρίσεις
οι στράτες ρόδα γιόμισαν, τα μονοπάτια μόσχο”
κι ώσπου να ‘ρθεις
κι οπίσω να γυρίσεις
οι στράτες ρόδα γιόμισαν, τα μονοπάτια μόσχο”
λένε, ανάμεσα στ’ άλλα, τα καστοριανά κάλαντα και είναι στίχοι που συναγωνίζονται σε ποιητικότητα, σε ζωντάνια και ομορφιά ακόμα και τους στίχους μεγάλων ποιητών.
Και πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κι αυτό… πως τα κάλαντα κατ’ αρχήν
διηγούνται το ιστορικό της γιορτής που ξημερώνει. Έτσι, τα
χριστουγεννιάτικα κάλαντα εξιστορούν στην αρχή τους τη γέννηση του
Χριστού:
“Τα συχαρίκια μας, κυρά
φάσκιωσεν η Παναγιά
έκανε Χριστόν Υιόν
γεννήθηκε, βαφτίστηκε
στους ουρανούς πετάχτηκε.”
φάσκιωσεν η Παναγιά
έκανε Χριστόν Υιόν
γεννήθηκε, βαφτίστηκε
στους ουρανούς πετάχτηκε.”
(Από τα μαυροβινά κάλαντα των Χριστουγέννων)
Έχουν, όμως, και επαινετικό χαρακτήρα. Αυτός ο χαρακτήρας (ο
επαινετικός) υπάρχει έντονος στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα της πόλης της
Καστοριάς, που εμείς εδώ στο χωριό μας τα λέμε την παραμονή της
Πρωτοχρονιάς:
“Αφέντης μας είναι καλός στον κόσμο ξακουσμένος”
και
“Ένα μικρό μικρούτσικο σπυρί μαργαριτάρι” και
“Εδώ έχουν κόρη όμορφη, πανέργου θυγατέρα” και…
“Εδώ έχουν κόρη όμορφη, πανέργου θυγατέρα” και…
“Ας είν’ πολλά τα έτη του καλά κι ευτυχισμένα”,
αλλά και
“Καλέ Παναγιώτατε,
Χρυσέ μας Ποιμενάρχα
καλές γιορτές καλή χρονιά καλέ μας Ιεράρχα
πολλά τα έτη Δέσποτα
να είναι ευτυχισμένα
μαζί να τα περάσουμε καλά κι αγαπημένα”,
όπως εύχονται οι Καστοριανοί στον εκάστοτε Μητροπολίτη τους.
Βεβαίως υπάρχει και το ζήτημα της αμοιβής. Μόνο που η αμοιβή δεν ήταν ο κύριος σκοπός των καλαντιστών. Ο κύριος σκοπός τους ήταν πάντοτε η παρέα, η συνεύρεση με την παρέα. Γι’ αυτό οι καλαντιστές δεν εισέπρατταν ξεχωριστά τα φιλοδωρήματά τους, στην αρχή όχι χρήματα, αλλά ψωμάκια, κάστανα, καρύδια, μήλα, κυδώνια, κρασί, λουκάνικα και ό,τι άλλο χρειάζεται για το ομαδικό φαγοπότι και το τσιμπούσι που ακολουθούσε. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη χαρά των καλαντιστών, τα κοινά γλέντια, η κοινή διασκέδαση της παρέας.
Σήμερα οι καλαντιστές που εισπράττουν χρήματα θα ‘πρεπε κανονικά να έχουν ταμείο κοινό και στο τέλος να ακολουθεί η μοιρασιά.
Έπειτα είναι και η επικοινωνία. Όχι μονάχα με την παρέα, αλλά και με τα άλλα μέλη της κοινότητας, με τα οποία είναι επίσης πολύ δεμένοι οι καλαντιστές. Γι’ αυτό και έλεγαν στο κάθε σπιτικό και άλλα λόγια, άλλα για τον παπά, άλλα για τον μορφωμένο, άλλα για το σπίτι που έχει ανύπαντρο κορίτσι ή ξενιτεμένο ή μικρό παιδί… Αυτό προϋποθέτει το δέσιμο των μελών της κοινότητας μεταξύ τους. Γι’ αυτό και τα κάλαντα χάνουν το νόημά τους όταν χάνεται αυτή η προσωπική σχέση του καλαντιστή με το νοικοκύρη.
Τα παιδιά κουβαλάνε μες σ’ ολόκληρους αιώνες αυτήν ειδικά την Παράδοση -από ευγνωμοσύνη, θαρρείς, προς τον Χριστό που τα ευλόγησε όταν ήταν εδώ στη γη και τα ξεχώρισε απ’ όλα τα ανθρώπινα πλάσματα της γης, γι’ αυτόν το λόγο και αυτά εκφράζουν τη ευγνωμοσύνη τους κάθε φορά που γεννιέται ο Χριστός, όση παγωνιά κι αν είναι απλωμένη τριγύρω τους…
“Τα παιδιά, που ολοκάθαρα και φροντισμένα ξεκινούν το πρωί με το χειμωνιάτικο κρύο, παρατώντας το χουζούρι των σχολικών διακοπών τους, και φτάνουν ως την πόρτα μας για να τα “πουν”, ας είναι καλόδεχτα και καλοπληρωμένα…”.
Και όπως πρέπει πληρωμένα από εμάς τους μεγάλους, που κουκουλωμένοι με τα ζεστά μας παπλώματα, ακούμε τις φωνές τους μες στο ξημέρωμα και νιώθουμε σαν να έχουν ανοίξει οι ουρανοί και πως οι άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν για άλλη μια φορά, ψάλλοντάς μας ένα άλλο
“Δόξα εν
Υψίστοις…”
Και εις έτη πολλά !!!
========================================================
ΥΠΟΣΗΜΕΊΩΣΗ - ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ:
Από τις ρωμαϊκές calendae στα ελληνικά
κάλαντα
|
|
---|---|
. |
|
Η ρίζα του εθίμου
Τα κάλαντα είναι αρχαϊκό ελληνικό και ρωμαϊκό έθιμο, ενώ η λέξη κάλαντα έχει λατινική προέλευση. Η ρίζα τους φαίνεται ότι ξεκινάει από τους «αγερμούς» της αρχαίας Ελλάδας. Οι αγερμοί (από το ρήμα αγείρω = αθροίζω, μαζεύω) αρχικά ήταν έρανοι για την οικονομική στήριξη ενός πολιτικού ή ζητιανιά των φτωχών στα αρχοντικό των πλουσίων ή στους ναούς που πανηγύριζαν ή θρησκευτική ζητιανιά σιτηρών και άλλων αγροτικών προϊόντων για τους ναούς και τα μοναστήρια των θηλυκών κυρίως θεοτήτων, όπως της Ρέας, Ειλειθυίας, Κυβέλης, Αρτέμιδος, Ήραςκαι άλλων.Κάποια στιγμή πέρασαν από τους θρησκευτικούς στους παιδικούς αγερμούς, σε πράγματα δηλαδή πουμάζευαν κάποια παιδιά, τα οποία ανακοίνωναν τις ημερολογιακές αλλαγές. Όπως είναι λογικό, στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν ακριβή ημερολόγια. Το αρχαιότερο ημερολόγιο το έγραψε κατά τον Δ΄ π.Χ. αιώνα ο μαθηματικός και αστρονόμος Εύδοξος ο Κνίδιος, σύγχρονος του Αριστοτέλη, γι΄ αυτά και λεγόταν «Ευδόξου Τέχνη». Από την προϊστορική εποχή ο άνθρωπος είχε παρατηρήσει τα τέσσερα κρίσιμα σημεία του έτους, που το χωρίζουν σε τέσσερα τέταρτα (εποχές), δηλαδή τις δύο ισημερίες, εαρινή στις 20 Μαρτίου και φθινοπωρινή στις 22 Σεπτεμβρίου, και τα δύο ηλιοστάσια, το χειμερινή στις 21 Δεκεμβρίου με τη μεγαλύτερη νύχτα της χρονιάς, και το θερινό στις 21 Ιουνίου με τη μεγαλύτερη ημέρα της χρονιάς. Τις αλλαγές αυτές τις διαπίστωναν παρατηρώντας το βορειότερο και το νοτιώτερο σημείο της ανατολής και της δύσης του Ηλίου στις οροσειρές του ορίζοντα. Τις ακριβείς ημερολογιακές αλλαγές του έτους ή και του μηνός τις ανακοίνωναν εκείνοι που ασχολούνταν με τα ημερολόγια και ο απλός λαός τις μάθαινε από μικρά παιδιά, μικροούς αγγελιοφόρους, που μετέφεραν το μήνυμα της χρονικής αλλαγής με αγγελτήρια και ευχετήρια τραγουδάκια και έπαιρναν φιλοδωρήματα. Στην αρχή, που δεν υπήρχε νόμισμα, τα φιλοδωρήματα ήταν ξηροί ή λιασμένοι καρποί, αμύγδαλα, καρύδια, ξυλοκέρατα, σύκα ή τρόφιμα, αυγά, τυρί, κρέας, ψωμιά, κουλούρες, κρασί στο ποτήρι, σιτάρι, κριθάρι, μέλι, αλάτι και διάφορα άλλα καλούδια από το κελλάρι του κάθε σπιτιού. Αργότερα ήταν καινομίσματα μικρής αξίας, όπως οι οβολοί. Τα παιδιά της προϊστορικής εποχής έλεγαν το μήνυμα και τις ευχές κάθε πρωτομηνιά (νεομηνία), όπως μνημονεύει ο συντάκτης του ψευδηροδότειου Βίου του Ομήρου, που γράφει ότι δήθεν ο φτωχός και τυφλός Όμηρος παραχειμάζων έν τη Σάμω, ταίς νουμηνίαις προσπορευόμενος προς τας οικίας τας ευδαιμονεστάτας, ελάμβανέτι αείδων τα έπεα τάδε, α καλείται ειρεσιώνη?οδήγουν δε αυτόν και συμπαρήσαν αιεί των παίδων τινές των εγχωρίων,δηλαδή ο Όμηρος «περνώντας το χειμώνα στη Σάμο κάθε πρώτη του μηνός περνούσε από αρχοντικό σε αρχοντικό, και έπαιρνε κάτι, αφού τραγουδούσε τα λόγια αυτά, τα οποία ονομάζουν ειρεσιώνη. Και τον οδηγούσαν κάθε φορά παιδιά από την περιοχή αυτή, που τραγουδούσαν κι αυτά μαζί του». Ο χαρακτηρισμός των τραγουδιών αυτών ως «ειρεσιώνη» δείχνει τηνεξέλιξη των αγερμών στο πέρασμα των χρόνων και την ταύτισή τους με την ειρεσιώνη των αρχαίων Ελλήνων. Στη βυζαντινή περίοδο Η συνήθεια διατηρήθηκε και στο Βυζάντιο και δεν υποχώρησε, παρά τις απαγορεύσεις και τις αντιρρήσεις των πατέρων της εκκλησίας,οι οποίοι κατά τους Βυζαντινούς χρόνους απαγόρευαν ή απέτρεπαν αυτό το έθιμο ως καταγόμενο από τις εορτές των ρωμαϊκών Καλενδών, που είχε καταδικάσει η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος το 680 μ.Χ. Και πολλοί Πατριάρχες το απαγόρευαν στους πιστούς, ενώ ο βυζαντινός χρονικογράφος Ιωάννης Τζέτζης, που έζησε τον 12ο αιώνα, αποκαλούσε τους καλαντιστές κάθε πρωτομηνιάς «μηναγύρτες»:Οπόσοι περιτρέχουσι χώρας και προσαιτούσι και όσοι κατ΄ αρχίμηνον του Ιανουαρίου και του Χριστού γεννήσει και Φώτων τη ημέρα οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες μετά ωδών ή επωδών ή λόγων εγκωμίων, ……………………………… ούτοι αν πάντες λέγοιντο κυρίως Μηναγύρται.
Τους παρουσιάζει μάλιστα ως γάλλους (= κίναιδους) ιερείς, οι
οποίοι έβαζαν πάνω σ? ένα γαϊδούρι το είδωλο της θεάς Ρέας και
περιερχόμενοι στις κώμες τραγουδούσαν τα αρχίμηνα χτυπώντας και τύμπανα
(=ντέφια) και ζητιανεύοντας (προσαιτούντες) όσπρια και σιτηρά υπέρ του μοναστηριού τους. Και οι οπαδοί της λατρείας ασπάζονταν το είδωλο και
τους έδιναν ένα πιάτο απ?
αυτά που ζητούσαν, όπως ακριβώς έκαναν και οι καλόγεροι, που ζητιάνευαν για τα μοναστήρια τους με λείψανα και εικονίσματα αγίων πάνω σ? ένα γαϊδούρι και μάζευαν παρόμοια προϊόντα ή χρήματα μέχρι τη δεκαετία του 1960. Οι αντιδράσεις όμως της εκκλησίας στη Βυζαντινή περίοδο..... ΣΥΝΈΧΕΙΑ >> www.laografika.gr http://www.24grammata.com www.paidika.gr http://www.toxwni.gr/blogosfaira
γράφει - αντι: sonia sTexarheia
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου