Η ιστορία του χωριού..(απόσπασμα απο το βιβλίο του Μενέλαου Δ. Κούσιου_1971)
Ένας εξίσου υπέροχος περίπατος, είναι και η διαδρομή από τη
Μεσαριά ως το Μποτσιφάρι. Και απ’ τους Λετσιάδες ξεκινώντας απ΄ τη Λετσιάδικη
πηγή, στο ‘Χαλίκι’ και στη ‘Μούζγκα’, φθάνουμε στη στιγμή, όπου εκεί στ’
ακριβαγάπητα χωράφια τους, του πατέρα μου οι γονείς, ζήσαν ευφρόσυνα το βίο
τους. Κι αριστερά σε σκέμια ορθώνεται, απόρημνος και τρομερός, ο φοβερός
κρημνός της ‘Σκρίκας’ απ’ όπου χαριτωμένες βερβερίδες, ταχύτατες και
περισσότερον φιλύποπτες, κι απ’ τους σκιούρους του Καζάν, κατέρχονται
αλαφροϊσκιωτες στις διπλανές ψηλές καριές, ν’ αρπάξουν επιδέξια, πολυεπιθύμητα
νωπά καρύδια.
Ανεβαίνουμε τώρα, μια μικρή ανηφορία, και φθάνουμε με μιά
ανάσα, εις το πανέμορφο ξωκλήσι της Παναγιάς της Γιώγκου. Η πολύδενδρος και
περίρρυτη αυτή περιοχή, είναι και η πλέον αξιέραστος του χωριού. Υπάρχει εδώ,
άφθονο δροσερό νερό, κι ένας πανώριος πλάτανος που αντισκιάζει το τοπίο.
Προχωρώντας ανάμεσα από κοκκινωπές κρανιές, φθάνουμε στη θαμνοβριθή ‘Στριπού’
Λίγο πιο κει είναι και το Μποτσιφάρι, ο ακρινός μαχαλάς μας στη δύσι. Έχει
ωραία γκαλτερίμια και τα ειδυλλιακά στενάκια δώθε – κείθε, και στην πλατεία του
χωριού ολόανθες και περιστόλιστες φαντάζουν με τα πανέμορφα λουλούδια τους, που
ανθίζουν στου θέρους το πρελούδιο, δύο λιπανθιές ασύγκριτες. Υπάρχει κι ένας
πλάτανος, έξω απ’ το μεσοχώρι, κι απέναντί του βρίσκεται κοινοτικός ξενώνας και
κολτούκι. Στη μέση της πλατείας ορθώνεται επιβλητική, η εκκλησία του
Άη-Θανασίου, και στην κορυφή του μαχαλά αυτού, προς τη μεριά του βουνοδάσους,
είναι και ο Άη-Θανάσης ο παληός, όπου, και το νεκροταφείο του χωριού. Πιο πάνω
είναι η ‘Μπουλιάνκα’ κι αψηλότερα η ‘Καστανιά’ με το θεόρατο δίκορμο φερώνυμό
της δένδρο, με τα φύλλα του τα πριονόμορφα και τα υπέροχα κιτρινωπά του άνθη,
που ανθίζουν στις αρχές του θέρους , κατακοσμώντας το πολύβιο δένδρο. Ακόμα
λίγο ανηφορίζοντας στο ‘Σταυροπίδι’ απαντούμε, όπου ελατόπευκα συνέχεια
ορθώνονται ως τα πανέμορφα λιβαδοτόπια, της απαράμιλλης ωραίας ‘Λέσιαντζας’.
Πιο πέρα απ’ τον Άη-Θανάση και προς τις παρυφές του δάσους, είναι και το
ιστορικό της Μόλιστας το Μοναστήρι. Ο λαός το θεωρεί θαυματουργό, κι είναι σ’
εξαίσιο μέρος, έχει αψηλό καμπαναριό, δέντρα πολύβια και χοντρά, αγκαλιασμένα
από κισσούς σφιχτά, και πολυάριθμα κελιά. Το Μοναστήρι έχει ωσαύτως, κι
εκτεταμένο πατριμόνιο, διαθέσιμο για καλλιέργεια επίμορτη. Ο επίμορτος
καλλιεργητής, καταβάλλει κάθε χρόνο στη Μονή, το συμπεφωνημένο ετήσιο
αντίσπορο, ή του γεώμορου το αντίτιμο: σε λάδι ή σε σιτάρι. Σ’ αυτό το
Μοναστήρι πρόσηβος και ο πατέρας μου, εργάστηκε ως απουργός, εδώ κι ογδόντα
χρόνια. Παραλίγο να πέση τότε από τη σκαλωσιά, και πίστευε πως σώθηκε απ’ τη
χάρη της.
Η ιστορία του Μοναστηριού, ξεκινά απ’ το περιστατικό της
εύρεσης της εικόνας που υποστηρίζεται απ’ την παράδοσι, πως ιστορήθηκε απ’ τον
Ευαγγελιστή Λουκά. Και πάντα σύμφωνα μ’ αυτήν, δύο οδοιπλάνοι χωρικοί, που απ’
την Κόνιτσα ξεκίνησαν, προς των χωριών τους την κατεύθυνσι, βρήκαν μια εικόνα
σ’ ένα θάμνο που εικόνιζε την Παναγιά. Κι αφού την πήρανε μαζί τους,
διερωτήθηκαν προχωρώντας, που θάταν, προτιμότερο να την τοποθετήσουν. Ο ένας
υποστήριζε, πως θαταν λογικότερο, στο Μοναστήρι της Ζέρμας, να την βάλουν, ο
άλλος την έταζε γι’ αλλού.
Υπήρχε διαφωνία ως ότου νύχτωσαν στο δρόμο, και σ’ ένα χάνι
οι δυο τους στάθμευσαν, δια να κοιμηθούν.
Στον ύπνο τους τότε ενεφανίσθη της Θεοτόκου η οπτασία που
τους πρόσταξε, την αγία εικόνα της μ’ ευλάβεια, να βάλουν εκεί που η ίδια
υπόδειξε, Μα ωστόσο οι οδοιπλάνοι, δεν έδωσαν στο ενύπνιό που είδαν στη Λοκάντα
και τόση σημασία, και την εικόνα την τοποθέτησαν στης Ζέρμας τη Μονή, που
έκλεινε η προτίμησίς τους. Μα σαν ξεκίνησαν μια εορτή, και τράβηξαν στο
Μοναστήρι, κατάπληκτοι οι στρατοπλάνοι, δεν βρήκαν την εικόνα που έβαλαν εκεί.
Κι ενθυμηθέντες με λαχτάρα, το περιστατικό της υπνοφαντασίας, ψάχνοντας και
ρωτώντας, όλα τα γύρω χωριά, μάθαν πως η εικόνα βρέθηκε στη Μόλιστα σε ένα
βράχο, μ’ ένα καντήλι φωτισμένη. Στη θέσι αυτή αμέσως τότε, θεοσεβείς
Μολιστινοί, χτίσαν το Μοναστήρι. Μ’αλίμονον!!! η παλαιά Μονή, που απ’ τον 12ον
χρονολογείται αιώνα, τι κρίμα! Που δεν υπάρχει πια, ει μη, τα ερείπειά της
μόνον, δίπλα απ’ την καινούργια, που χτίστηκε απ’ τους χωριανούς, γύρω στα
1730.
Και παλαιότερα της Μόλιστας το Μοναστήρι, είχε το
πλουσιότερο πατριμόνιο, με πάμπολλους καλόγερους. Υπήρχανε στα δροσερά κελάρια,
και στα κατώγια της Μονής, αμέτρητα κοπάδια γιδοπρόβατα, βόϊδια, μουλάρια κι
αγελάδες, σταύλοι αποθήκες μαντριά, βαρέλια, και καρούτες, όπου αποθηκεύονταν
με σύστημα και μέτρο η πλούσια σοδειά, όλων των υποστατικών της. Δίπλα απ’ το
Μοναστήρι, είναι σε μια πετρόχτιστη εσοχή, στο ριζοβούνι στα πρανή, μια υπέροχη
και δροσερή πηγή, με άφθονο κρύο νερό, όπου οι προσκυνητές και της Μονής τα
ζωντανά δροσίζονται, χειμώνα καλοκαίρι.
Το Μοναστήρι εορτάζει, στα εσόδεια της Θεοτόκου, στις 21 του
Νοέμβρη, και κάθε χρόνο ο λαός, κάτω απ’ την εύλογη παραπείσι της προσδοκίας
δια την παραχώρησί της χάρης της, προσέρχεται μ’ αφιερώματα. Και λέγεται πως
θεραπεύτηκαν κατα καιρούς, φρενοβλαβείς, δαιμονιακοί, σεληνιασμένοι και
βλαμένοι.
‘Όποιος στην Παναγιά ήλθε κουτσός,
χορεύει σήμερα σαν παλικάρι
κι όποιος στην Παναγιά πήγε κουλός
τώρα βαρά βιολί με το δοξάρι’
Εις τον προθάλαμο της εκκλησίας υπάρχει η πολυεκτιμώμενη απ’
τους πιστούς της Παναγίας εικόνα, που αποπνέει το διάχυτο αίσθημα της
παρθενικής αιδημοσύνης, κι όταν καταντίκρυ, προσεκτικά την ακριβοθωρείς,
βλέπεις ν’ αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπό της, γνήσιο και νωπό, το γλυκύ κι
εράσμιο ύφος, της Παναγιάς του Βερόκιο.
Στο Μοναστήρι υπηρέτησαν, ως ηγούμενοι παλαιά, ο Γρηγόριος
ιερομόναχος, Καλλίνικος ιερομόναχος, Άνθιμος Χρύσανθος και παπα-Ευθύμιος
ηγουμενεύων. Και στο ευλαβές προσωπικό του αριθμούνταν κι οι πατριμονιόδουλοι,
Στάμω Βασίλω Αγαθούλα, Παντελής και Λεωνίδας. Το Μοναστήρι του χωριού μας έχει
ιστορία ενδιαφέρουσα και περιστατικά αναρίθμητα, και μ’ ιδιαίτερη συγκίνηση
και θαυμασμό ακούστηκαν ανιστορούμενα, πάμπολλα επεισόδια και ιστορίες
γοητευτικές, από αυτούς που ολόψυχα συνδεθήκαν μαζί του, στους χρόνους τους
παληούς. Η Μονή ψυχορραγούσε πρότερον, στην εγκατάλειψη και στην αφροντισιά, μα
τώρα τελευταία έπειτα από πολλές διευθετήσεις, που ωστόσο έσβησαν το χρώμα της
το παλαιό, κατέληξε και πάλι αξιολάτρευτος τόπος προσκυνήματος δια τους
χριστιανούς, και χώρος πολυζήλευτος εκδήλωσης κοινωνικής αγάπης και
συναναστροφής, δια τους εραστάς της κοσμικής ζωής, στην εορτοπανήγυριν προς
χάριν της.
Πάνω απ’ τους τρεις ωραίους μαχαλάδες, του γραφικού χωριού
της Μόλιστας, απλώνεται επιβλητικό, τ’ όμορφο δροσοβόλο δάσος της, όπου ζη,
κουρνιάζει και πλανάται μια πλούσια πανίδα, από πουλιά, έντομα και ζώα, που με
τα τερετίσματά τους και τις χαριτωμενές των κινήσεις εις τις ατομικές τους
εκδηλώσεις, μας συναρπάζουν και μας γοητεύουν, χαρίζοντάς μας γνήσιο κι
ακέραιο, και το αίσθημα της ποικιλίας στα πλάσματα της φύσης.
Ανεβαίνοντας για το δάσος πούχει μεγάλη ανηφοριά, πάνω απ’
τα σπίτια συναντούμε, στο ριζοβούνι του χωριού, μια θεσπέσια λωρίδα από κρανιές
πρωιμανθούσες. Είναι και αυτές σε γενική ανθοφορία εις τις αρχές του Μάρτη, και
με τα υπέροχα κιτρινωπά των άνθη, την άνοιξι αντιχαιρετούν. Αργότερα στη μέση
του χεινόπωρου, ρουμάζουν οι καρποί, και γεύεται ο κόσμος όλος κι ιδιαίτερα οι
γαυριάδες με περισσή ευχαρίστησι, τους γευστικούς στυφούς και ισγυνούς καρπούς
των.
Αν προχωρήσουμε αψηλότερα, αμέσως καταλήγουμε στον τράφο τον
θαμνόφυλλο, όπου αναρίθμητα βραχύφυτα φυτρώνουν, με φύλλα ανοιχτοπράσινα, που
οι κάτοικοι εις την διάλεκτόν τους, γραβιά προσονομάζουν. Αυτά τα έμορφα,
μικρόφυτα ανθίζουνε το μήνα Μάη, στης άνοιξης το ψυχορράγημα, κι είναι πολύ
ευχάριστο το φύλλωμα τους εις τις γίδες. Ακόμα έχουν τα γραβιά και παρακλώναρα
μακριά, κατάλληλα για φασουλόξυλα. Τι κρίμα όμως!!! Που τώρα τελευταία αυτά τα
όμορφα χαμόδενδρα κοντεύουν να εκλείψουν, έτσι που μόνον νοερά, στη μνήμη των
παληών ξωμάχων, να καταντά να παραμένη η εικόνα τους, νωπή και ζωντανή. Κι
αψηλότερα απ’ αυτό το μέρος, πεύκα κι ελάτια ένα σωρό, απλώνονται ανάμικτα, σ’
όσον τόπο κι αν φαντασθή κανείς, και τ’ αποθανατωμένα βελονόφυλλά των,
δημιουργούν στην πτώσι τους συσσωρευμένα, έναν υπέροχον φαιόχρουν τάπητα. Που
και που συναντώνται μέρη ξέφωτα, σ’ αυτές τις ειδυλλιακές οάσεις ηλιοφάνειας
και δροσερότητας. Υπάρχουν εκεί κρυστάλλινα νερά, σε γραφικές βουνοπλαγιές,
πόες λειμώνιες χαμοχαρείς, κι άνθη ρεόφιλα και μυροφόρα, που σαγηνεύουν τις
αισθήσεις και καταθέλγουνε τους οφθαλμούς του σαστισμένου βουνοκόπου. Σ’ αυτό
το δροσοφόρο και σύσκιο δάσος, αξιέραστες νεάνιδες, τους παληούς καλούς
καιρούς, εργάστηκαν φιλόπονα στα βουνοχώραφά του, κι αποκοιμήθηκαν φιλόγλυκα,
στα χλοερά λιβαδοτόπια του, όπου έζησαν κι απήλαυσαν, τερπνόχαρες και τρυφερές
στιγμές, εκ της φαιδρής νεανικής ζωής τους, κάτω απ’ τη ρέμβη της
πλαναισθησίας, απαισιόδοξου Σελλεϋσμού.
Αι ωραίαι εποχαί! Όπου ο λόγγος του χωριού αντιβούιζε, από
ανθρώπους και τραγούδια, χαρά χορούς και εργασία, παρήλθον πλέον δια παντός, κι
αναμφισβήτητα, τα θέλγητρά του πευκοφόρου βουνοδάσους, που ‘ναι το πιο υπέροχο
επικόσμημα της Μόλιστας, είν’ απαράμιλλα και σαγηνευτικά, και δεν γνωρίζω άλλο
μέρος, με τόσες ομορφιές. Έτσι κοντά σε ένα τέτοιο ξέφωτο, γεμάτο θάμβος και
γαλήνη, όπως στα ωραία ‘πηγαδάκια’ ο δασοπλάνος κοντοστέκεται να πάρη μια
ανάσα, ξαπλώνεται για λίγο άνετα, στον μαλακό χλοερό του τάπητα, κι αντιθωρεί
βαθύφρονας, κάτω απ’ τη δυνατή εντύπωσί του αισθήματος της τραγωδίας, της
φιλικότητας και της αγνότητας, την αέναη εναλλαγή των περιστατικών του βίου,
του μικρόκοσμου της φύσης. Το τοπίο είναι μαγευτικό, κι ο ανθρώπινος οργανισμός
δικαιολογημένα αισθάνεται μια ευεργετική ευεξία, κάτω απ’ την καθαρότητα της
ατμόσφαιρας, και την απλότητα του περιβάλλοντος. Σ’ αυτό το ξέφωτο με τα νερά
του, κρυφοέρπουσες φραγκαριές, με τα θεσπέσια κιτρινόλευκά τους άνθη, και τους
ίσγυνους λαθρόβιους καρούς των, που ‘ναι υπέροχοι στη γεύσι, σκεπάζουνε κοντά
στη δροσερή πηγή, τα χέρσα τώρα σταροχώραφά, των αλησμόνητων παληών καιρών. Και
με δραστήριο το αίσθημα της λαιμαργίας, κάτω απ’ τα φύλλα τους καρπούς
σκαλίζουν επίμονα να βρούν, οι δασοπλάνοι, χωριανοί. Προχωρούμε τώρα σ’ ένα
παράτροπο μονοπατάκι, που μας βγάζει στη στιγμή, στα ηλιόχαρα ‘παληόρουγκα’.
Είναι μια γραφική βουνοπλαγιά, που κατεβάζει σ’ ένα ρέμα, γεμάτο μ’ ένυδρα
κοσμητικά φυτά, όπου νερό κατρακυλά απ’ τη Βόρστα και το Σέλουμα. Απ΄τα
παληόρουγκα ανηφορίζουμε για την ασύγκριτη ‘Λουπότσιανη’ με το αθάνατο νερό της
που έσβησε τη δίψα και δρόσισε τις τρυφερές καρδιές, αμέτρητων ανθρώπων. Υπάρχει
η κάτω Λουπότσιανη και η άνω Λουπότσιανη, κι έχουν κι οι δύο μεριές αυτές,
πηγές με υπέροχα νερά. Είναι πολλά χωράφια εδώ, γεμάτα μ’ αγριόφυτα, ίσγυνων κι
αρωματικών κρυφόβιων χαμαικερασών, και τον παληό καλό καιρό, νεάνιδες
ηλιοκαμένες, μ’ άσπρα μαντήλια στο κεφάλι, θέριζαν τα σιτάρια, φορτώνοντας στα
ζώα τους, βαρύσταχυα δεμάτια. Και τραγουδούσαν όλη μέρα ευφρόσυνους λαϊκούς
σκοπούς, που αντιλαλούσαν στο βουνό. Στην κορυφή της γραφικής Λουπότσιανης,
υπάρχει κι άλλη μια πηγή, που το νερό της φευ!!! ειν’ τόσο κρύο, που να μην
πίνεται σχεδόν. Ήδη η πανέμορφη Λουπότσιανη κατήντησε, παντέρμημη και σιωπηλή
βουβή και μελαγχολική, και δεν ακούγεται πια τώρα, στην αξιέραστη αυτή περιοχή,
ει μη, το θλιψίφωνο τερέτισμα κανενός καταχτυπημένου απ’ τη μοναξιά πουλιού, κι
ο σιγηλός φλοίσβος της πηγής, που αιώνια σιγομινυρίζει, τον δικό του υπέροχο
σκοπό, σαν να καλούν επίμονα, τους μακρινούς εκείνους θεριστάδες, με την
παραπονιάρικη δειλή επίκλησι: ‘γύρνα πίσω κοντά μου, να ξαναζήσεις τις παληές,
αλησμόνητες στιγμές’. Μ’ αλοίμονον!!! για πάντα πλέον χάθηκαν, οι παλαιοί
εκείνοι χαλκοπρόσωποι ερασταί, του όμορφου βουνοδάσους. Τα κόκκαλα των
αλησμόνητων εκείνων θεριστάδων τώρα κείτονται σιωπηλά, ξεθωριασμένα, κι
αναπαύονται σ’ ένα σωρό, στο κοιμητήριο τ’ Αη-Νικολάου στο χωριό.
Ο αχός απ’ την ανάπλαση των φύλλων, θεϊκός και υπερκόσμιος,
σε φέρνει μαγεύοντας τις αισθήσεις σου, σ’έναν κόσμο υπεραισθητό, και
συνταυτίζεται το είναι σου, με τη συνείδησι του σύμπαντος.
Σ’ αυτό το δροσοβόλο σύσκιο δάσος, όπου βαλανιδιές φράξοι κι
ελάτια, φυλλομανούν στα δροσερά ρουμάνια του, πολυθέλγητροι νεάνιδες
απεκοιμήθησαν το θέρος τ’ αποδειλινά, και περιέλουσαν τους διαλογισμούς των,
στη στροφοδίνη της πλαναισθησίας τερπνών ονειροπολήσεων, δια του τι θα ήταν ο
κρυφός τους πόθος, στη φυσική τους σχέσι κι αρμονία, των πολυεπιθύμητων
ατομικών χαρακτηριστικών τους, που θα μπορούσαν εις ρομαντικόν ειδύλλιον, ν’
ανάψουνε σ’ συτόν που ονειρεύονταν, τη φλόγα την αθάνατη, της αισθηματικής
αγάπης. Κι αφού οι νεάνιδες των αλησμόνητων εκείνων χρόνων, όπως και τόσες
άλλες σήμερα, στα δίχτυα του ρομαντικού έρωτα μπλέχτηκαν, ονειροφαντάζονταν κι
αυτές, κάτω απ’ το πλούσιο φύλλωμα των ελατόπευκων του δάσους, τη σφοδρότητα
του ερωτικού πάθους, που θα μπορούσαν να ξεσηκώσουν, στις καρδιές των εκλεκτών
τους, αν ήσαν τα περισσότερον αξιέραστα και σαγηνευτικά θεσπέσια πρόσωπα, μιας
λαμπρής γαμήλιας τελετής. Όπου ο άντρας της προτίμησής τους, θα ήταν οπωσδήποτε
νέος ωραίος μορφωμένος, περήφανος και δίκαιος, ιπποτικός κι ηρωικός. Και πως κι
αυτές υποχρεωτικά θα υπολογίζονταν, πιο όμορφες και θελκτικές, κι απ’ τις
ωραίες του Κουρμπέ, οτι θα είχαν τα φαίοχροα ωραία μάτια, της Μαρίας Μορέλ, πως
θα ήθελαν να ήσαν, πιο υπέρλεπτες και ραδινές, κι απ’ την Άννα τη Ζμπορόφσκα
ακόμη, και πως καλύτερα θα ταίριαζε, σαν νύφης πολυζήλευτης, στη στέψη τους να
φόραγαν, αντί για τη βαριά φλοκάτα, ένα κατάλευκο και ωραίο περιώμιο, με τα
λουλούδια της άνοιξης διαστόλιστο, ως η λευκή εσάρπα, της Λόλας ντε Βαλένς.
Στην αντιμέθη της ονειροφαντασίας, έν’ άσμα μαγικό απέσπαζε
απ’ την παραίσθησι τις ονειροπαρμένες νεάνιδες, στο δάσος στη Λουπότσιανη, ήταν
της πέστροφας το Κουϊντέτο.
Μ’ αλίμονον!!! αυτά τα ονειροκοπήματα, που ήσαν έξω από το
αίσθημα της πραγματικότητας, ήταν τόσο σύντομα και φευγαλέα, αν
αντιπαραβάλλονταν με το εύρος της ατομικής ζωής τους. Έτσι οι φιλάρεσκες
νεάνιδες, συνέρχονταν στη στιγμή απ’ τις ψευδοαισθηματικές ονειροφαντασίες
τους, και σαστισμένες απ’ την αυταπάτη της παραίσθησης, έπιαναν πάλι το
δρεπάνι, για την επίμοχθη δουλειά του θερισμού, στα ηλιόχαρα και σιταροσπαρμένα
ξέφωτα, του μυροφόρου βουνόδασους.
Παίρνουμε τώρα το δρομάκι, μια απότομη ανηφόρα, για ν’
ανεβούμε στο ‘Τσιουμπάνη’, παλαιά ήταν κι εκεί αναρίθμητα χωράφια, τώρα όμως,
όλα έχουν πια κλεισθεί, από ελάτια και δαδιές. Το ‘Τσιουμπάνη’ είναι η πιο ψηλή
κορυφή του δάσους μας, και κεί κοντά είν’ και τα σύνορα, με άλλες διπλανές
κοινότητες, όπως του Άη – Νικάνορα στη Δύση, και της Σταρίτσιανης στο άλλο
μέρος.
Γυρνώντας πίσω στο χωριό, σαν φτάνουμε στα πηγαδάκια,
διαλέγουμε τον άλλο δρόμο, που απ’ τις πανέμορφες τοποθεσίες, του Μεσιού και
του Γλυκού, καταλήγει στους Νταλλάδες, με την εξαίσια νεροπηγή του Καλλιμάνου,
που καταντά ξερόβρυση το θέρος, και ζωντανεύει το χειμώνα. Μα ωστόσο υπάρχει
ακόμα πιο μαγευτική διαδρομή, προς το ωραίο δάσος του χωριού. Αν ξεκινήσουμε
για το βουνό, απ’ τους φιλόκαλους Λετσιάδες, τον μαχαλά αυτό που συνορεύει προς
το δάσος, φθάνουμε τότε στη στιγμή, στο παρεκκλήσι το φιλόδενδρο της Παναγίας
της Γιώγκου. Δένδρα αψηλά και αιώνια και ένας πλάτανος πολύκλωνος, υψώνονται
αγέρωχα και σκιερά, στην πολυθέλγητρη αυτή τοποθεσία. Όπου παλαιότερον
διασκεδαστικές συγκεντρώσεις και γλεντοκόπια ευφρόσυνα και θορυβώδη δόνησαν,
την περίχαρη ατμόσφαιρα, της βριθόδενδρης, αυτής μεριάς. Μα συνεχίζοντας το
δρόμο μας, μετά από λίγο φθάνουμε, στο γραφικό εκκλησάκι του Αη Λιά. Ένα
σήμαντρο σκουριασμένο, και μια μπίμσα σκοτεινή, που μέσα της φοβάσαι νά΄'μπης,
είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της εκκλησούλας.
Κλέφτες, ετρύπωσαν πολλές φορές σ’ αυτό το ερημοκκλήσι, και
ιστορίες συγκλονιστικές, για κρυμμένο μεταλλίκι και θαμμένους θησαυρούς, μέσα
σ’ αυτό το φρικαλέο υπόγειο, ακούστηκαν στο χωριό.
Κι αφού το μάτι μας χορτάσει πια απ’ το καθετί σ’ αυτό το
μέρος, ανάμεσα από φιλοπαίγμονες φωτοθλασίες, που αντιχαιρετούν τα πρόσωπά μας,
στο δρομάκι του βουνού, τραβούμε τώρα για τη Λέσιντζα. Είναι πανέμορφο κι αυτό
το μέρος, με σιάδια πάμπολλα κι αγρούς, όπου παλαιότερα οι Μεσσαρίτες, τα
έσπερναν με στάρια. Κι ακόμα είχαν εκεί απάνω, και τα γρέκια των βοϊδιών τους.
Θεσπέσια ξέφωτα και σιάδα ειδυλλιακά, με μια υπέροχη
κρυφοπηγή, στην άκρη στα ελάτια, είναι το επικόσμημα της απαράμιλλης αυτής
τοποθεσίας. Στο μονοπάτι αυτό της Λέσιντζας, είδαν ένα χεινοπωριάτικο πρωινό
του 1904, σαν πήγαν στο βουνό, σταλμένες απ’ τις μάνες τους τα βόϊδια να
γυρίσουν, οι τρείς ανύποπτες κοπέλες, τους ληστοκλέφτες που κατέβηκαν, την ίδια
νύχτα απατηλά, και λήστεψαν τη Μεσσαριά. Περίτρομες οι τρυφερίτσες τότε, με την
ανάσα τους κομμένη απ’ το φόβο, κατέβηκαν τρεχάλα στο χωριό, κι αφηγήθηκαν τα
περιστατικά, στις τρομοκρατημένες μάνες τους.
Περνούμε τώρα ίσια πέρα, ένα στενόχαρο μονοπατάκι και
φθάνουμε με λίγη ώρα δρόμο, ανάμεσα από ένα σύσκιο λόγγο, στη θέση στους
Αη-Θόδωρους. Εδώ υπάρχουν καλλιεργημένα, αναρίθμητα χωράφια, που τα περισότερα
ανήκουν στο πατριμόνιο της Μονής. Ένα μικρό γοητευτικό εκκλησάκι, εκεί όπου
ξεμυτάει το ξέφωτο, και μια πηγή κρυστάλλινου νερού, κατακοσμούν με τα
ελατόπευκα, αυτήν την έξοχη μεριά. Η ωραιότητα του τοπίου είναι ασύγκριτη, και
προς τα Δυτικά της ένα μέρος μαδαρό από βλάστησι, καταλήγει σ’ απότομα
ψαθυροχάλαρα, που κατεβάζουν σε ένα ρέμα, μακρύ βαθύ κι απότομο.
Εδώ φυτρώνει που και που, και τσάι αρωματικό, ρήγανι
μυρωδάτη, καθώς κι αγριοαγγινάρες. Η Ιερή Μονή νοικιάζει τα χωράφια της στα
σιάδια του Αη Θόδωρου, σε χωριανούς αγρότες βουνοκόπους, που κάθε χρόνο
καταβάλλουν, τ’ αντίσπορο στο Μοναστήρι. Ευλαβείς Χριστιανοί, ανοίγουν
περιοδικά το εκκλησάκι στο βουνό, και λειτουργούν μέσα σ’ αυτό, με αγιοπρεπή
κατάνυξι, εις τον μαγευτικό και σιωπηλό περίκοσμο, του υποβλητικού αυτού
τοπίου:
‘Εις το βουνό ψηλά εκεί,
Είν’
εκκλησιά ερημική
Το
σήμαντρό της δε χτυπά
Δεν έχει
ψάλτη ουδέ παπά’
Όλα τα ξέφωτα στο δάσος, όπως: της Λέσιαντζας, της
‘Φούρκας’, του Αη-Θόδωρου και της Κρανιάς, που άλλοτε ήτανε παχιά και πλούσια
σιταροχώραφα, τώρα είναι χέρσα και εγκατελειμμένα, γεμάτα επίδενδρα και τζίνες,
θρύα, χαμόκλαδα και σφάκνα. Προχωρώντας προς την κατεύθυνση της "Φούρκας",
όμορφες μαγικές μεριές διαδέχονται η μία την άλλη. Ήδη βρισκόμαστε στον ‘Πλάτανο’
πολύ μακριά από το χωριό, κι ένα δικαιολογημένο αίσθημα ανησυχίας, ανάμικτο με
φόβο, πλημμυρίζει τις καρδιές μας. Πιο πάνω είναι η Κρανιά, η Δαμασκηνιά,
αλησμόνητες και υπέροχες περιοχές, που καταντούν να παραμένουν, εράσμιες και
γοητευτικές, στη μνήμη των παλιών ξωμάχων, που ζήσαν εντονότερα παλιά, το
χαρωπό τους περιβάλλον. Προχωρούμε ακόμα λίγο πιο αψηλά και φθάνουμε στη
‘Ζάροση’, με τα πανώρια ελατόπευκα, όπου και τελειώνει το πολυύμνητο δάσος του
χωριού μας.
Μια άλλη
επίσης έξοχη διαδρομή, απ’ το Μοναστήρι στο βουνό, μας φέρνει στις εξ ίσου
υπέροχες τοποθεσίες, της Ασβεσταριάς, της Στρούγκας της Αγριοφωλιάς, της
Γκόλιασης και της Δεμονκής, που πίστευαν πως λαλούσαν και χόρευαν τις νυχτιές, οι
ξουθιές, τ’ ανεμικά, οι δαιμόνοι και οι διαόλοι. Συνέχεια, είν’ η Μπουρκότσιανη
και καταλήγουμε στο λάκκο της Νιτσιάϊνας.
συνεχίζεται :-)
3 σχόλια:
‘Όποιος στην Παναγιά ήλθε κουτσός,
χορεύει σήμερα σαν παλικάρι
κι όποιος στην Παναγιά πήγε κουλός
τώρα βαρά βιολί με το δοξάρι’....
τρού..
εχω πολύ "πράγμα" ακόμη να ανεβάσω....Υπομονή... :-)
μα γιατί υπομονή?
μια χαρά μας τα γραφετε @giannistim
Δημοσίευση σχολίου