Μισεμός...
Mετά απ’ το γάμο, ο γαμπρός για το ταξίδι σκέφτονταν, ελάχιστος καιρός του έμενε για ν’ απολαύσει και γευθεί τα θέλγητρα εκ της μεταγαμήλιας ζωής, στην αγκαλιά της εκλεκτής του. Οι πόροι για το βίο τους εκ της χωρικής οικονομίας, ήσαν σχεδόν αμελητέοι, κι έτσι κι αυτός όπως κι οι άλλοι, για τη ζωή ν’ αντιπαλέψη, στα ξένα ξεκινούσε. Μ’ αλίμονον!!! σ’ αυτούς τους δολερούς καιρούς, που οι δυνατότητες εις την συγκοινωνίαν ήσαν πολύ περιορισμένες, τα μακρινά ταξίδια καταντούσαν μια οδυνηρή ταλαιπωρία. Και στη διάπικρη αυτή διαδρομή, οι αποδημόφιλοι Μολιστινοί στο δρόμο τους συναπαντούσαν, ταλίκες(?) και Ζαπτιέδες και χάνια αναρίθμητα δια την επιστάθμευσή τους, όπου αγαθοί λοκαντιέρηδες πολυποίκιλες ευκολίες προσέφεραν στης ξενητιάς τους στρατοπλάνους, όπως αχούρια για τα ζώα, χόρτα και άχυρα για την τροφή τους, σάλα για ύπνο των ταξιδιωτών, και τζάκι διάπυρο με χοντροκούτσουρα, απαραίτητα στη ζεστασιά τους.
Οι περισσότεροι Μολιστινοί, ταξίδευαν στη Ρουμανία και στην
Αραπιά, κι ελάχιστοι στους άλλους τόπους. Εκεί ευθύς απέβαλλον, σαν έφθαναν
ανήσυχοι, το αίσθημα της ψευδαλαζονείας, κι αφοσιώνονταν εις δημιουργικήν
προσπάθειαν, ευάριθμα ρεάλια ν’ αποκτήσουν, δι’ ευκολωτέραν εις το χωριό τους
διαβίωσιν, στους υστερνούς τους χρόνους. Τι κρίμα όμως!!! που σ’ αυτούς τους
ύπουλους καιρούς, το αιφνίδιο αντιμέτρημα με ληστοκλέφτες ελλοχεύοντας στα
επίκαιρα σημεία της διαδρομής, κατέληγε τις πιο πολλές φορές στα επικίνδυνα
αυτά ταξίδια, παραγματική ολέθρια συμφορά, για τη ζωή και τα πεκούνια των
φιλαπόδημων Μολιστινών.
Και αυτούς τους φόβους εκ των ταξιδίων, πλήρως τους
συμμερίζονταν και οι οικείοι του αποδημοκόπου, και το συναίσθημα της αγωνίας
και απελπιστικής συνταραχής, πάντοτε λαθροζούσε στις ανήσυχες καρδιές τους.
Μ’ ας περιγράψουμε εδώ, μια διάπικρη σκηνή απ’ την αναχώρηση
στα ξένα, κι άλλη μια τέτοια απ’ την άφιξη εκ της ξενητιάς, ενός αποδημόφιλου
σκληροτενούς Μολιστινού, στους σκοτεινούς και κινδυνόσπαρτους αυτούς καιρούς
της κονιαροκρατίας.
Πολύς θόρυβος ξεσκώνονταν, στο σπίτι αυτού που την επαύριον,
θ΄ αποχαιρέτιζε δικούς και χωριανούς, στα ξένα να τραβήξει. Ο αντίλαλος αυτής
της λαλαγής ξεχύνονταν το τελευταίο βράδυ, ωσάν οχλοβοή ακαθόριστη στα
γκαλντερίμια στο χωριό, και στα όμορφα λαοβριθή πεζούλια της λυπημένης
γειτονιάς.Όλοι οι συγχωριανοί τον επισκέπτονταν, και του εύχονταν ‘ώρα
καλή’, σφίγγοντας φιλικά το χέρι του. Κι οι περισσότερον, με το σπίτι του
συγγενικά συνδεδεμένοι, του πήγαιναν ως δώρον, κι από ένα λαένι με κρασί.Ο αποδημοκόπος χωριανός, βαθύφρονας και σκεφτικός, δέχονταν
κι αποχαιρετούσε τους επισκέπτες συγγενείς, σε ψυχολογική κατάσταση ανάμικτη,
θλίψης και υπερηφάνειας. Όλα τελείωναν με τους φιλικούς έως αργά το βράδυ, κι ο
τελευταίος ύπνος στο σπιτάκι του ήταν αμφίβολης αξίας. Σχεδόν καθόλου δεν
κοιμόταν, κάτω απ’ το φρικιαστικό συναίσθημα του φόβου και της βαθιάς
ανησυχίας, για τον οδυνηρό αποχωρισμό, και το επικίνδυνο πικρό ταξίδι.
Την
επομένη απ’ τα χαράματα, κάτω απ’ το φως τ’ αυγερινού, όλοι ήτανε στο πόδι. Κι
ο ξενοπλάνος χωριανός, αμίλητος και σκεφτικός, το σπίτι του αποχαιρετούσε
υπόχωλα, ντυμένος με τα καλύτερά του ρούχα. Ο αγωγιάτης με τα ζώα του,
πανέτοιμος κι αυτός ακούγονταν στο μεσοχώρι στους πλατάνους, να τραγουδά στο
αστερόφως μ’ αίσθημα, τον πολύλυπο πικρό σκοπό.
Αφήνω γεια μανούλα μου
και 'σε καλή γυναίκα
και 'γω πάνω στην ξενητιά
στα έρημα τα ξένα
και 'σε καλή γυναίκα
και 'γω πάνω στην ξενητιά
στα έρημα τα ξένα
Προς χάρη της δικαίωσης, κάποιου παλιού λαϊκού εθίμου, λίγο
κρασί έξω απ’ το σπίτι ρίχνει η μάνα του απόδημου, κι όλοι οι συγχωριανοί
μαζεύονται και πάλι, και συνοδεύουνε περίλυποι κι αυτοί, ολίγο έξω απ’ το χωριό
και ως τη θέσι ‘Αλώνια’, τον ταξιδιώτη συντοπίτη. Εκεί τον αποχαιρετούν για
άλλη μια φορά, και δεν μένουν πια μ’ αυτόν, παρά οι στενοί του συγγενείς, που
όλοι τον ακολουθούν κατάχολοι, έως το μέρος το πολύκλαυστο, του ύστατου
αποχαιρετισμού στο ‘Γιόρακα’, πιο κάτω απ’ τον Άη-Μηνά.
Σιωπηλοί κι αμίλητοι κατηφορίζουν χολιασμένοι προς την
οδυνηρή τη ‘Σκάλα’, και δεν ακούγεται στην ταχινή αχνοφεγγιά, εί μη, το ρυθμικό
κροτάλισμα απ’ την περπατησιά των αλόγων, κι οι αναστεναγμοί του αποδημοπλάνου.
Περνούν τ’ Άη-Γιώργη το εκκλησάκι κάνοντας το σταυρό τους, και προχωρεί ωσάν
βουβή σκιά η βαρύλυπη μικρή ομάδα τώρα, προς το ξωκλήσι τ’ ‘Αη-Μηνά, ξανά
σταυροκοπιούνται κερί ανάβουν στις εικόνες, και προσπερνούν τη ρεματιά, ν’
ανέβουν στην κορφή του Γιόρακα. Εδώ είναι ο δακρυώδης τόπος του τελευταίου
αποχαιρετσιμού, και στην πικρόχαρη αυτή πολύκλαυστη ραχούλα, με το ερημόφιλο
εικονισματάκι, ξετυλίγεται η τελευταία πράξις της θλιβερής υπόθεσης του
αποχωρισμού. Όλοι τους είν’ αμίλητοι, σκυφτοί και δακρυσμένοι, κι ο ξενοκόπος
συντριμμένος, σαν κάνει την πρώτη κίνηση περίλυπα, τους δικούς του να φιλήσει, τα
δάκρυα ευθύς ποτάμι χύνονται στα πρόσωπα των συγγενών του. Το κλάμα είν’
αδιάκοπο και τα θερμά φιλιά τις παρειές πυρώνουν, οι διάθερμοι εναγκαλισμοί του
ταξιδιώτη και των προσφιλών οικείων του, ανάμεσα από θρήνους και λυγμούς,
κλάματα κι αναστεναγμούς, πλημμυρίζουν τους αιθέρες της θλιψίφιλης κορφής του
Γιόρακα με υπέροχα αισθήματα. Κι όλοι τους στα τελευταία τρυφερά φιλιά,
γεύονται της απαράμιλλη ηδονή της κρυφοθέρμης της ανάσας των.
Μα να ήδη βαρύλυπος ο ξενοπλάνος, την πλάτη του γυρίζει
άθελα στο φιλικό του περιβάλλον, και ξεκινά κατάχωλος στο μακρινό πικρό ταξίδι.
Με τ’ άλογα και με τον αγωγιάτη κατηφορίζουν σιγηλά σαν πένθιμες σκιές, στο
δακρυστάλαχτο πολύστροφο της Σκάλας μονοπάτι, ενώ οι δικοί του κλαίγοντες
ακίνητοι ακριβοθωρούν, τ’ αγαπημένο πρόσωπό τους. Ύστερα από κάμποση ώρα δρόμο
ο συντοπίτης ταξιδιώτης καταλήγει, στη στροφή της διπλανής λοκάντας. Μα πριν
για πάντα εκεί κρυφτεί για άλλη μια φορά γυρνά και αποχαιρετά, τους φιλάκριβους
οικείους του, που σιωπηλοί, πικρόχολοι βουβοί, εις την κορυφή στο εικόνισμα
ακόμα παραμένουν, για ν’ απονείμουνε στ’ ακριβαγάπητο τους είδωλο, τον ύστατο
χαιρετισμό τους. Λίγες στιγμές διαβαίνουν τώρα, και το περίλυπο επεισόδιο του
αποχαιρετισμού έπαιρνε τέλος πια, στον θλιβερό περίκοσμο μις ροδόχρωμης
αυγούλας, που υπέφωσκε αποδειλιασμένη στης Μπάτης τις βουνοκορφές.
Κατά την βραδυκάρδιον επιστροφήν των στο χωριό, οι συγγενείς
του αποδημοκόπου, κόβουν κλαδιά και βέργες τουφωτές κρανιάς και καρυδιάς, που
στήνουν στις σχισμές πάνω απ’ την πόρτα του σπιτιού, σε ικανοποίησι του εθίμου,
οτι βαθιά είναι η επιθυμία τους ο ταξιδιώτης να σταθή γερός κι ευτυχισμένος στα
μακρινά τα ξένα, έως τη μέρα της επιστροφής και πάλι στο χωριό του.
Το πρώτο γράμμα ή μήνυμα απ’ το στρατοπόρο χωριανό, τα
δάκρυα της μάνας του στερεύει κι ανακουφίζει τους δικούς του απ’ το βασανιστικό
μαρτύριο της αναμονής, κι όλα πια θα κυλήσουν ήρεμα κι ευφρόσυνα, στο σπίτι του
στη Μόλιστα.
Το θέλγητρον της συντοπιτικής αγάπης εις την ξενιτιά, υπήρξεν
ισχυρόν κίνητρον δια την συσπείρωσιν και αλληλοβοήθειαν των ξενοπλάνων
χωριανών, και κάτω απ’ τη γοητευτική σαγήνη του αισθήματος της πατριωτικής
φιλίας, συνδέονταν οι φιλαπόδημοι Μολιστινοί, ιδιαίτερα αδελφικά, κι επίμονα
όλοι επιζητούσαν σε πρώτη τους συνάντηση, να μάθουν νέα απ’ το χωριό.
Οσάκις κάποιος ξενοκόπος στη λατρευτή πατρίδα γύριζε απ’ τα ξένα στους δικούς του, δια μικρών χαριτωμένων δώρων, μαζί του έφερνε και τους αβρόφρονες χαιρετισμούς προς τους οικείους των, των άλλων φίλων του συγχωριανών.Και κατα την επιστροφήν των απ’ την ξενητιά οι δοξόχαροι αποδημοκόποι, μεγαλορρήμονες κι αγέρωχοι, έκαμναν θόρυβον πολύ στον περιοδικό ερχομό τους. Βάζαν απάνω στ’ άλογα κόκκινη ανδρομίδα, περήφανα άνετα να κάτσουν. Ο αγωγιάτης κοντοστέκονταν ολίγο έξω απ’ το χωριό, κοντά στο ‘Ξυλογέφυρο’, μια θέσι μ’ αμμοτράχαλα, κι ευθύς ελάκιζε λαχανιασμένος στο σπίτι του ξενιτεμένου, τα σιχαρίκια για να φέρει, κάποιο μπαχτσίσι να κερδίσει.Ύστερα γύριζε και πάλι στα φορτωμένα ζώα του στο ίδιο μέρος, και όλοι τότε εν πομπή, έμπαιναν θορυβώδικα στη Μόλιστα στο σπίτι του. Όπου εκεί κάτω απ’ το αίσθημα της φιλοπεριέργειας, και της φιλόφρονης κι ευγενικής φιλίας, κατέφθαναν χαρούμενοι όλος ο κόσμος του χωριού, να υποδεχτεί και να χαιρετήσει τον παρεπίδημο που έφτασε, στον οίκο του απ΄ τα ξένα.Με αγωνία και λαχτάρα καταρωτούν τον ταξιδιώτη, για των δικών τους την κατάστασι, προσφέροντας ταυτόχρονα και έναν λαγηνό εκλεκτό κρασί, δια το ‘καλώς όρισες’.Φίλοι συγγενείς και οικείοι, στο σπίτι του παρεπίδημου συντοπίτη, την επομένη της επιστροφής, με ξύπνιο και δραστήριο το αίσθημα της εύλογης αναμονής λαχταριστά προσμένουν, τα δώρα και τα αγαθά που θάφερνε απ’ τα ξένα, οπωσδήποτε ο ταξιδιώτης.Συνήθως έφερναν ως δώρα, μπουρμπούλες κιμέρια και φουστάνια, μαντήλια μπίρμπιλα τσαρούχια, ως κι άλλης φύσεως καλούδια.
Οσάκις κάποιος ξενοκόπος στη λατρευτή πατρίδα γύριζε απ’ τα ξένα στους δικούς του, δια μικρών χαριτωμένων δώρων, μαζί του έφερνε και τους αβρόφρονες χαιρετισμούς προς τους οικείους των, των άλλων φίλων του συγχωριανών.Και κατα την επιστροφήν των απ’ την ξενητιά οι δοξόχαροι αποδημοκόποι, μεγαλορρήμονες κι αγέρωχοι, έκαμναν θόρυβον πολύ στον περιοδικό ερχομό τους. Βάζαν απάνω στ’ άλογα κόκκινη ανδρομίδα, περήφανα άνετα να κάτσουν. Ο αγωγιάτης κοντοστέκονταν ολίγο έξω απ’ το χωριό, κοντά στο ‘Ξυλογέφυρο’, μια θέσι μ’ αμμοτράχαλα, κι ευθύς ελάκιζε λαχανιασμένος στο σπίτι του ξενιτεμένου, τα σιχαρίκια για να φέρει, κάποιο μπαχτσίσι να κερδίσει.Ύστερα γύριζε και πάλι στα φορτωμένα ζώα του στο ίδιο μέρος, και όλοι τότε εν πομπή, έμπαιναν θορυβώδικα στη Μόλιστα στο σπίτι του. Όπου εκεί κάτω απ’ το αίσθημα της φιλοπεριέργειας, και της φιλόφρονης κι ευγενικής φιλίας, κατέφθαναν χαρούμενοι όλος ο κόσμος του χωριού, να υποδεχτεί και να χαιρετήσει τον παρεπίδημο που έφτασε, στον οίκο του απ΄ τα ξένα.Με αγωνία και λαχτάρα καταρωτούν τον ταξιδιώτη, για των δικών τους την κατάστασι, προσφέροντας ταυτόχρονα και έναν λαγηνό εκλεκτό κρασί, δια το ‘καλώς όρισες’.Φίλοι συγγενείς και οικείοι, στο σπίτι του παρεπίδημου συντοπίτη, την επομένη της επιστροφής, με ξύπνιο και δραστήριο το αίσθημα της εύλογης αναμονής λαχταριστά προσμένουν, τα δώρα και τα αγαθά που θάφερνε απ’ τα ξένα, οπωσδήποτε ο ταξιδιώτης.Συνήθως έφερναν ως δώρα, μπουρμπούλες κιμέρια και φουστάνια, μαντήλια μπίρμπιλα τσαρούχια, ως κι άλλης φύσεως καλούδια.
Την πρώτην Κυριακήν εκ της αφίξεως του στο χωριό, ο
συντοπίτης χωρεπίδημος, εις το ευφάνταστον σκορδίνωμά του, εις περίοπτον θέσιν
σταθμεύει εις την εκκλησιά, όπου ο δισκοφόρος του ναού επίτροπος ή περεπίτροπος
του προσφέρει φεύ!!! εις ένδειξιν υποκριτικής φιλοπροσωπίας, κλωνίδιον δάφνιδος
ή άνθος τι εκ της γενέτειρας, έναντι αδρής προσφοράς εις τον δίσκον της
εκκλησιάς.
Συνήθως μετά από κάμποσο καιρό, ευχάριστης διαμονής στη Μόλιστα, το ευφρόσυνο μειδίαμα, το υψηλό ύφος και τη λόρδωση του ευφάνταστου παρεπιδήμου, διαδέχονταν ο μαρασμός και η μελαγχολία. Αυτό αναντίρρητα υποδηλούσε οτι τα διαθέσιμα λεφτά τελείωσαν πια, κι ετοιμασίες τώρα γίνονται στο σπίτι του και πάλι, για άλλο ένα ταξίδι ακόμη διάπικρο, στη μακρινή την ξενητιά.
Το ταξίδεμα κι ο ερχομός των αποδημοπλάνων χωριανών, καθ’ όλη την διαδρομήν της ιστορίας του χωριού, είναι απ’ τα περισσότερον θλιψίφιλα και συγκινητικά επεισόδια, που πλημμύρισαν ποτέ ανθρώπινες καρδιές με υπέροχο και τρυφερό συναίσθημα, κι έλουσαν το λογισμό και την ψυχή των χωριανών, με δυνατά και δροσερά αισθήματα, κι αγνές γλυκιές και τρυφερές, λύπες χαρές και συγκινήσεις.
Συνήθως μετά από κάμποσο καιρό, ευχάριστης διαμονής στη Μόλιστα, το ευφρόσυνο μειδίαμα, το υψηλό ύφος και τη λόρδωση του ευφάνταστου παρεπιδήμου, διαδέχονταν ο μαρασμός και η μελαγχολία. Αυτό αναντίρρητα υποδηλούσε οτι τα διαθέσιμα λεφτά τελείωσαν πια, κι ετοιμασίες τώρα γίνονται στο σπίτι του και πάλι, για άλλο ένα ταξίδι ακόμη διάπικρο, στη μακρινή την ξενητιά.
Το ταξίδεμα κι ο ερχομός των αποδημοπλάνων χωριανών, καθ’ όλη την διαδρομήν της ιστορίας του χωριού, είναι απ’ τα περισσότερον θλιψίφιλα και συγκινητικά επεισόδια, που πλημμύρισαν ποτέ ανθρώπινες καρδιές με υπέροχο και τρυφερό συναίσθημα, κι έλουσαν το λογισμό και την ψυχή των χωριανών, με δυνατά και δροσερά αισθήματα, κι αγνές γλυκιές και τρυφερές, λύπες χαρές και συγκινήσεις.
Αυτά εγραψε ο αείμνηστος Μενέλαος..αυτά κι αλλα πολλά...
Σήμερα ισως σας κούρασα με την μακροσκελή αναδημοσίευση αποσπάσματος του βιβλίου του.
Επεται συνέχεια...Την υπομονή σας θέλω...!!
2015 γράφει: ο Γιάννης Τιμοθέου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου