◉ ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ«ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΜΑΣΤΟΡΟΧΩΡΙΑ» ΚΟΝΙΤΣΑ-τα Πέτρινα χωριά-Ήπειρο.

● ΤΟ XΩΡΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΗ ΘΕΑ..! Αγαπώ τη Φύση, Σέβομαι το Περιβάλλον, μου Αρέσει να Αθλούμαι, Προσέχω την Υγεία μου. -ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:, ένα μέσο Ψυχαγωγίας, Χαλάρωσης, Επικοινωνίας και Ενημέρωσης.- ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ με ανακυκλώσιμα υλικά, παραδοσιακές τεχνοτροπίες, μέσα και έξω από το σπίτι του χωριού. -ΜΑΓΕΙΡΕΜΑΤΑ με Παράδοση,-ΙΣΤΟΡΙΕΣ και ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ των κυνηγών. -ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ , ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, της τάβλας. Πρωτομάστοροι,-ΛΕΒΕΝΤΟΓΥΝΑΙΚΕΣ.... ΓΡΑΦΟΥΝ...συνεχίζει >>

◉ Δημοφιλείς αναρτήσεις

Η ιστορία του χωριού μου...5 (δαίμονες και..φαντάσματα)


                        ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
Αποτέλεσμα εικόνας για φαντάσμα

            Όλο το Μποτσιφάρι, τα χρόνια τα παλιά, κατέβαινε στον Κοστανίκο, κάτω απ’ τον Άη-Χαράλαμπο, κι αγνάντευε τη Δεμονκή, όπου χόρευαν και τραγουδούσαν, σατανάδες και διαόλοι. Και βαραίνοντας τα ντέφια, τα βιολιά και τα γκαρνέτα, τραγουδούσαν οι δαιμόνοι με στριγγλιάρικα ουρλιαχτά, το απόκρυφο τραγούδι:

                      ‘Παληούρι μονοπάληουρο
                       σκόδρο μονοκέφαλο
                       και κάτι άλλο βότανο
                       να τούξεραν μανάδες τους παιδιούς
                       κι όλη η αρχοντιά
                       ποτέ κακό δεν πάθνεσκαν’.


         Οι ιστορίες στο χωριό, για τ’ ανεμικά και τους δαιμόνους, τις ύποπτες σκιές και τα φαντάσματα, τις ξουθιές και τους διαόλους είν’ ατελείωτες και συνταρακτικές, αποπνέουν τρόμον κι αγωνίαν, και προσφέρουν ιδιαίτερα εις τα μικρά παιδιά, τη σαγήνη της ευλόγου προσμονής, στην παριστόριση απ’ τους μεγάλους του σπιτιού, ευφάνταστων και τρομωδών φρικαλέων περιστατικών, απ΄ το μακάβριο βασίλειο του κόσμου των απατηλών σκιών.

     Ας κάνουμε μια στάση εδώ...ας πάρουμε μια ανάσα γιατί η συνέχεια είναι πολύ ενδιαφέρουσα....χαχα..

      

  Αλλ’ ας αφηγηθώμεν μερικές τρομώδεις ιστορίες, για τους δαίμονες και τα φαντάσματα, στο όμορφο χωριό της Μόλιστας, με τη δικαιολογημένη απαίτηση, οτι δεν είναι καθόλου υποχρεωτικό να γίνουν πιστευτές.
       Μια φορά έρχονταν απ’ την Κόνιτσα, με τα ζώα τους προς το χωριό κάποιος ταξιδεμένος συντοπίτης, Αναστάσης Μεσαρίτης, κι άλλοι δυο φίλοι του μαζί, χωριανοί απ΄το Μποτσιφάρι. Και περνώντας στη στροφή στο χάνι, στις καλύβες στους Κουκλιούς σίμωσαν. Μπήκαν εκεί στο μονοπάτι της κρημνόχαρης της Σκάλας, κι ανηφορίζοντας την στο βαθύ σκοτάδι, στο στενόφιλό της κλωθογύρισμα, άκουσαν αιφνής ομπροστά τους, κάποιον περίεργο άγνωστο άνθρωπο, στη νύχτα να φωνάζει: ‘ε, ε, χιού – χιού, ε, ε, χιού – χιού, ε, ε, χιού – χιού’. Κοντοστάθηκαν να αφουγκραστούν, και νόμισαν πως θάτανε κάποιος τσοπάνης νυχτοκόπος, που οπωσδήποτε τα πρόβατα ‘σιουρούσε’. Μα ωστόσο ακαθόριστος φόβος τις καρδιές τους καταπλάκωσε, και καθώς αργοπατούσαν φοβισμένοι στα βαθιά σκοτάδια, στο φιλοκίνδυνο πολύστροφο μονοπατάκι της ανηφοριάς της Σκάλας, εμφανίζεται σε μια στιγμή ολόρθος, ο δαίμονας μπροστά τους. Γελούσε ηχηρά, ήταν πολύ ψηλός, και φορούσε φουστανέλα κι άσπρες κάλτσες βρακωμένες.
     Πάγωσαν απ’ το φόβο τους, κι οι τρείς οι κοντοχωριανοί, και σιγηλά ψιθύρισαν: ‘ήρθε ο σατανάς, ήρθε ο δαίμονας μπροστά μας, ω πω – πω!! Χριστιανοί, τι θ’απογίνουμε τώρα;’ Κι ασυναίσθητα απ’ τον τρόμο τους, με βιασύνη προχωρούσαν πιά, άφωνοι προς την κορυφή της Σκάλας. Δεξιά τους σκοτεινή απλώνονταν σκυθρωπή και τυλιγμένη, στα ύπουλα κι αβυσσαλέα ερέβη, η άγρια Δεμονκή, όπου βγαίναν και χορεύαν οι ξουθιές και οι διαόλοι. Χωρίς να το καταλάβουν, απ΄ τον τρόμο και την ταραχή τους, κοντοσίμωσαν οι χωριανοί στην περίβλεπτη κορφή της Σκάλας, όπου βρίσκονταν το εικόνισμα του Γιόρακα. Εκεί έχασαν το δαίμονα από μπροστά τους, κι ένα αίσθημα παραθάρρυνσης κι ανακούφισης πλημμύρισε, τις φοβόπληκτες καρδιές τους.
           Κι αφού πήραν με χαρά μια κοντανάσα εκεί απάνω, οι Μποτσιφαρίτες χώρισαν το δρόμο τους για το Μποτσιφάρι, ενώ ο Αναστάσης μόνος του μες στο σκοτάδι τράβηξε, στο χωριό στη Μεσαριά, στο δικό του μαχαλά. Μ’ αλοίμονον!!! οι Μποτσιφαρίτες μπρός τους βλέπουν πάλι έντρομοι, τον δαίμονα ολόρθο. Θυμήθηκαν αμέσως τότε τον συντοπίτη Αναστάση, που μονάχος του προχωρούσε προς το εκκλησάκι του ‘Αη-Μηνά, και του φώναξαν δυνατά, για την ενθάρρυνσίν του: ‘Ε, Αναστάση!!! Ε, Αναστάση!!! Εδώ τον έχουμε τον παρασούσουμο μη φοβάσαι’. Μα δεν επρόφθασαν να τελειώσουν καν το κραυγαλέο σκούξιμό τους, κι ευθύς ο δαίμονας μπροστά τους γέλασε δυνατά, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, και χάθηκε ως καπνός ολότελα απ’ τα μάτια τους, στ’ αβυσσαλέα σκότη και κρημνούς, στης Δεμονκής την άγρια χούνη.
            Άλλη μια φορά, μια θεοσκότεινη βραδιά, και περασμένα τα μεσάνυχτα, ο βλεπάτορας του χωριού ο Φώτης, περνώντας απ’ τ’ Αντρόνη, που ‘ναι αναρίθμητα χωράφια εκεί, δίπλα απ’ το σκοτεινό νεκροταφείο, της Παναγιάς του Γανναδιού, είδε ένα γάϊδαρο να κρυφοβόσκει μέσα στα καλαμπόκια. Σκέφθηκε προς στιγμή, πως κάποιο παραπλανημένο ζώο θα ξέφυγε απ’ τον κύριό του, για να βοσκήσει ανενόχλητα μέσα στ’ αραποσίτια. Αμέσως τράβηξε εμπρός μέσα στις καλαμποκιές με ζήλο, πήρε το γάϊδαρο απ’ το καπίστρι, και να γυρίσει στο χωριό τον καβαλίκεψε προς ευκολίαν του. Μ’ αλοίμονον!!! το γομάρι που έβοσκε στ’ αραποσίτια, ήταν ο δαίμονας σε μεταμόρφωση. Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα, κι ο γάιδαρος τώρα από μόνος του το μισονυσταγμένο πια βλεπάτορα οδηγούσε, όχι προς το χωριό, αλλά προς τα γειτονικά απόκρημνα Σταλάϊματα, προφανώς να τον γκρεμίση στα τρομερά του σκεμιοχάλαρα. Ο γάϊδαρος που είχε στρίψει ήδη, στο γκαλντερίμι που οδηγάει στο Σιούμο, τραβούσε πλέον στις Γκορτσές κι ανέβαινε γοργά στα σκέμια.Δεξιά ορθώνονταν η σκοτεινή Τζιαντόρα, και δίπλα της ο άγριος δρυμόνας του φοβερού νεκροταφείου, της Παναγιάς του Γανναδιού, κι αριστερά η ‘Αη- Βαρβάρα. Όλα βουβά και τυλιγμένα στ’ αβυσσαλέα φρικαλέα ερέβη, της πένθιμης χεινοπωριάτικης νυχτιάς. Ο Φώτης μισοκοιμισμένος ανακουφίζονταν απ’ την ταλάντευση, εκ της ευχάριστης καβάλας, στου γαϊδάρου τη ράχη. Κι ανύποπτος ευφρόσυνα απολάμβανε, τον βραδυνό τερπνό περίπατο, χωρίς να ξέρει απ’ τον αντίθεο, τι τον περίμενε στο Σιούμο. Έτσι νυσταλέος και καταπονημένος χωριανός νταργάτης, από της μέρας τα τρεχάματα, δεν εκατάλαβε απολύτως τίποτε, απ’ αυτήν την ύπουλη διαδρομή στα ερημικά μονοπάτια. Μα σαν προσέγγισαν στα τρομερά κι απόκρημνα Σταλαϊματα, κι αντίκρυσε στα μισοσκόταδα τους άγριους και σκυθρωπούς γκρεμούς, τότε κατάλαβε καλά, τι του’μελε να πάθει. Μια απεχθής τρεμούλα τον κυρίευσε κι έκανε το σταυρό του, κι αμέσως κείνη τη στιγμή, ακούστηκε απ’ τα Παπαϊωαννέϊκα, του ακριανού μας μαχαλά, ο αυγινός οξύς κλωγμός, κάποιου σκληρόφωνου πετειναριού, κικιρίκου!!! Κι κι ρί κου!!
           Τότε ο γάϊδαρος που πονηρά πάνω στα γκρέμουρα τραβούσε, και πού’ταν ο δαίμονας σε μεταμφίεση, χάθηκε αμέσως στη στιγμή, έγινε ευθύς καπνός, κι εξαφανίστηκε με μιάς στο δάσος στο Λινίκο. Κατατρομαγμένος ο βλεπάτορας Φώτης σταυριοκοπιούνταν συνεχώς, και δόξαζε τον ύψιστο που απόφυγε το θάνατο, και στο χωριό του ευθύς ξοπίσω, γυρίζοντας τρεχάλα, περίτρομος κι αλαφιασμένος στο σπίτι του αφηγήθηκε, το αγωνιώδες κι εφιαλτικό αυτό επεισόδιο, που τη ζωή του απείλησε στα γκρέμουρα του Σιούμου. Έκτοτε ο ντραγάτης ο  Φώτης, δεν γύριζε τις νύχτες στα χωράφια, κι από νωρίς στο σπίτι του μανταλωνόταν, για το φόβο των δαιμόνων.

 

       Στα παλιότερα τα χρόνια, οι γυναίκες του χωριού, στη μακρινή Σιουπόστιανη τραβούσαν κοντά στο περιβόλι, για χειμωνιάτικες αγροτικές δουλειές εκεί, στ’ αμπέλια της περιοχής. Σ’ αυτήν την απαράμιλλη τοποθεσία, ο αγροτικός βίος καταντούσε, θεσπέσιος κι ευφρόσυνος, και πλήρης υπέροχων και θελκτικών στιγμιοτύπων και αισθηματικών περιστατικών, με την εξαίρεση της εφιαλτικής παρεμβολής των φρικαλέων επεισοδίων, με δαίμονες και με φαντάσματα στα χειμωνιάτικα αποσκόταδα. Ήταν πολλές καλύβες εκεί πέρα, που άνηκαν στους Μολιστινούς, κι όπου οι γυναίκες του χωριού που δούλευαν στ’ αμπελοχώραφα, παρέμεναν μέρα και νύχτα εκεί για κάμποσο καιρό, προς χάριν της ευχέρειας στη δουλειά τους.Και στις ατελείωτες μονότονες νυχτιές, που το φεγγάρι κρυφοζούσε, λαγοκοιμόταν αποδειλιασμένες στις χαμηλόσκεπες μικροκαλύβες, για τον φόβο των στοιχείων, που απεικονίζονταν στη φαντασία τους με φρικαλέες όψεις.Φιλόπονες κι απλοϊκές γυναίκες, που καθόλου συναίσθηση δεν είχαν, για τον ολωσδιόλου απατηλό χαρακτήρα αυτού του φόβου, αναθαρρούσαν απ΄ τον τρόμο, σαν υπομειδιούσε η αυγή, και τα σκοτάδια διαλύονταν. Στις κατασκότεινες νυχτιές, τ’ ανεμικά κι οι σατανάδες, που κατεβαίνανε χορεύοντας απ’ τις άγριες κορφές της Γύφτισσας, λαλούσαν τα μεσάνυχτα κυπριά και τουμπελέκια, και γκαρνέτα και βιολιά, κι έριχναν πέτρες στις καλύβες, τις γυναίκες να τρομάξουν. Κατάχλωμες και φοβισμένες οι γυναίκες στριμωγμένες, κλειδώνονταν στις καλύβες με αμπάρες και περάτες, γι’ αντιστήριγμα στις πόρτες. Κι όλη τη νύχτα έκαιγαν με προσευχές και ικεσίες, μπαλώματα και τσιόλια, τσαρούχια και πατιά, για να φύγουν οι δαιμόνοι, προσμένοντας μ’ ανυπομονησία και της αυγούλας την αχνοφεγγιά, δια την αναθάρρυνσή τους.

Τέλος για σήμερα....:-)





2015 γράφει ο Γιάννης Τιμοθέου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

EΝΗΜΕΡΩΣΗ - ΝΕΑ

Δημοφιλείς αναρτήσεις